ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΟΝ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟ ΦΩΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ

Slider
30/11/2014
0 Σχόλια

Συμβολή στον αισθητικό φωτισμό της ποίησης του ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ-
από τον ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ

Φίλοι και Φίλες,

Φωτίζουμε απόψε , ο καθένας με τον τρόπο του, την ποίηση και ποιητική του Ανδρέα Χατζηχαμπή, μιας ενδιαφέρουσας και σοβαρής νέας φωνής στον χώρο της σύγχρονης Κυπριακής ποίησης. Εξαρχής, στην πρώτη μας περιστασιακή γνωριμία – και προτού τον γνωρίσω ως ποιητή – εκτίμησα σιωπηρά τη σεμνότητα και την εγκράτεια που χαρακτήριζε την καθόλου συναναστροφή του. Εκείνο που δεν ήξερα ακόμα, που δεν ήμουν βέβαιος να προϋποθέσω, ήταν το λογοτεχνικά πολύ καίριο ερώτημα: Πόσο μια τέτοια, έκδηλα συγκροτημένη και αυτοκυριαρχούμενη ιδιοσυγκρασία, θα μπορούσε συναισθηματικά κι εκφραστικά να απογειωθεί, και να δώσει επαρκώς εμπνευσμένο λυρικό λόγο! Οι ποιητικές συλλογές του που ακολούθησαν, και ιδιαίτερα η τελευταία με τον τίτλο ΟΝΕΙΡΑ ΑΜΕΝΗΝΑ, έδωσαν μια ανεπιφύλακτα θετική απάντηση: Ναι, ο Ανδρέας Χατζηχαμπής μπόρεσε να γράψει αρκετά ποιήματα με πυκνότητα, υπαινικτικότητα, και δομική αρμονία. Στις καλύτερές του στιγμές- που δεν είναι λίγες- ξεπερνά οποιαδήποτε αφηγηματική χαλαρότητα ή γνωσιολογική υπερφόρτωση- τόσο συχνή στη σύγχρονη Κυπριακή ποίηση – και δίνει ποιήματα υποδειγματικής συνθετικής δομής και ισορροπημένα δοσολογημένου λυρισμού. Αντιπροσωπευτικά δείγματα μιας τέτοιας ποίησης είναι και οι τίτλοι ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ , όπως και το ποίημα ΚΑΠΟΤΕ, που επέλεξα να σχολιάσω απόψε εν συντομία.

Στο πρώτο ποίημα, τη «ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ», συνυπάρχουν, ή αντιμάχονται ακριβέστερα, δυο αντίρροπες δυνάμεις. Η μια ως ανάγκη της ψυχής να κρατήσει ζωντανό το βιωματικό αποθησαύρισμα, στα νάματα του οποίου διψά πάλι και πάλι να ευδαιμονήσει – ανακαλώντας αδιάλειπτα κι ενσαρκώνοντας μνήμες. Η συγκεκριμένη βιοτική στιγμή, εκκινώντας από το νανούρισμα μιας κουνιστής πολυθρόνας, διαστέλλεται και διανοίγεται, επαναπροβάλλοντας λυτρωτικά τόπους των αισθήσεων, αλλά και της ψυχής αλησμόνητα φτερουγίσματα. Ακούστε πόσο καίρια και αρμονικά ξεδιπλώνεται το ποιητικό σκηνικό:

Τί να ονειρεύεται εκείνη ηστιγμή
αφημένη στην κουνιστή της πολυθρόνα;
Μέσα στα μάτια της καθρεφτίζονται
ο αφρός της θάλασσας που κρυφοφίλησε την άμμο,
μια ηλιακτίδα που λούστηκε στο κελαρυστό ρυάκι,
ένα βλέμμα που λόγχισε την καρδιά ενός σεραφείμ.

Κι ενώ οι παραπάνω στίχοι αντικαθρεφτίζουν και αναπαριστούν τη μαγεία του υλικού κυρίως κόσμου, ο ποιητής με μαεστρία αφήνει τη συμβολική τούτη στιγμή να μπει σκόπιμα στην επικράτεια του ύπνου, οδηγώντας τους στίχους σε τόπους οράματος, ιερότητας και υπερβατικότητας των πραγμάτων. Τώρα ακούεται πια, δίκην φτερωτής ψαλμωδίας, ένας άλλος βηματισμός και διαφορετικό κτύπημα φτερούγων:

Κάνει πως κοιμάται κι ονειρεύεται
πως με δυο διάφανες φτερούγες πετάει
στον ουρανό της αιωνιότητας,
στην ιερότητα της διάρκειας,
στην ελευθερία των ονείρων.

Η διαλεκτική όμως αντιμαχία της ζώσας συνείδησης, που ονειροπόλα προσδοκεί την υπέρβαση του εφήμερου- και των άκαμπτων φυσικών νόμων, που θέτουν τα όρια της φθοράς και θνητότητας – έρχεται με αυστηρότητα και κυνισμό να προσγειώσει τον αναγνώστη στην πραγματικότητα που σενέχει τον κόσμο, έτσι όπως ορίζεται απ’ τους ακόλουθους στίχους:

Ο χρόνος ανελεήμονας,
τη διατάζει
«εκεί θα μείνεις
στην κουνιστή σου την καρέκλα
μια ανάμνηση».

 

Ο Ανδρέας Χατζηχαμπής όμως, δεν κλείνει με τέτοιους καταθλιπτικούς κι απαισιόδοξους στίχους. Έχοντας επίγνωση της νομοτελειακής κι αναπόδραστης έκβασης των ανθρωπίνων, αναιρεί συγκινησιακά το υπαρξιακό αδιέξοδο κι ανοίγει ποιητικά χώρο επιβίωσης της ελπίδας και του ονείρου. Έτσι καταλήγει με τους εξής ελπιδοφόρους στίχους:

Μα το όνειρο, όνειρο
κι η στιγμή, στιγμή,
υπάρχει
και χθες
και σήμερα
και αύριο.

Πόσο ευτύχησε ο Ανδρέας Χατζηχαμπής σ’ αυτό το ποίημα; Βγαίνει πιστεύω καθαρά, πως αρχιτεκτόνησε άρτια την ολότητα της σύνθεσης. Στο πρώτο μέρος έφτιαξε το ονειρικό σκηνικό, που θα διευκόλυνε το συναισθηματικό ξεδίπλωμα και την ενεργοποίηση της μνήμης. Οι εικόνες του- καθρεφτιζόμενες με λαγαρότητα στην μαγική ενδοχώρα μιας στιγμής, εκτυλίσσονται μετρημένα και χωρίς αναλυτικότητα ή πλατυασμό. Ανοίγουν διάπλατα την εξωτική αυλαία ενός κόσμου που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Ενός κόσμου – που ο χρόνος παίρνοντας τη σκυτάλη στους επόμενους στίχους – θυμίζει πως είναι απλώς μια ανάμνηση μακρινή. Είναι εδώ που ο ποιητής παρεμβαίνοντας σαν από μηχανής λυτρωτικός Θεός – σηκώνει ανάλαφρα τον αναγνώστη στο φτερωτό όχημα της ποίησης, θυμίζοντας το διαχρονικό κι αναφαίρετο δικαίωμα στο όνειρο και την ελπίδα. Κάτι που μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να εμπνεύσει και να ενεργοποιήσει το πέταγμα στον παράδεισο της δημιουργίας – και πιο πέρα ακόμα, στον ουρανό της αιωνιότητας. Ακόμα κι αν τούτο μας φαίνεται σαν μια ψευδαίσθηση ποιητική, φτάνει που αυτή η ψευδαίσθηση ανεβάζει, έστω για λίγο, τον πήχυ της ψυχικής και πνευματικής ευδαιμονίας.
*
Το δεύτερο ποίημα, με τον τίτλο «ΚΑΠΟΤΕ» , έχει μια βαθιά νοηματική και αισθητική συγγένεια με το προηγούμενο ποίημα, που μόλις σχολίασα. Αναπαριστά παράλληλα με δυνατές εικόνες, τις αιώνιες και διαλεκτικά αντιμαχόμενες δυνάμεις της ανθρώπινης μοίρας. Προβάλλει αισθητηριακά – ήτοι βαθιά ποιητικά – την ακατάπαυστη σε διάρκεια διελκυστίνδα ανάμεσα στην άνω θρώσκουσα και την κάτω θρώσκουσα ροπή, ανάμεσα στη δόξα των υψηλών και ωραίων, και στην καταχνιά των ανάξιων και χαμερπών της ζωής. Με τη δυαδική τούτη συμβολική δυναμική ηλεκτρίζονται αισθητικά και και κυλούν απρόσκοπτα οι στίχοι των πρώτων τριών κινήσεων του ποιήματος, των οποίων το μέτρο και τις εκφραστικές ισορροπίες καθορίζει εύστοχα κι αποτελεσματικά ο τεχνίτης ποιητής.

Κάποτε δεν είνα παρά
μια βουτιά στο υπερούσιο φως,
μια λάμψη διαρκείας
μέσα στο σκοτάδι μιας αδυσώπητης σκλαβιάς.
Κάποτε πάλι δεν είναι παρά
ένα άγγιγμα του ήλιου,
ένα λυχνάρι πού’ γινε φως,
πάνω από πλόες ατελέσφορους,
πάνω από πικρά ναυάγια.

Κι ενώ η επέλαση των σκοτεινών πλευρών της αντιφατικής ανθρώπινης φύσης, στην επόμενη στροφή κορυφώνεται – με θλιβερές φιγούρες να κινούνται αμήχανα «εξορίζοντας τα όνειρα», ή μετέχοντας στο «άδικο» και την «απληστία»- έρχεται πάλι ο ποιητής να ρίξει στη ζυγαριά το αναμφισβήτητο βάρος του, ορθοδρομώντας το ποίημα. Ελπιδοφόρα κι ανακουφιστικά ξεδιπλώνεται κι εδώ η κατακλείδα του ποιήματος, που μέσω της persona του ποιητή ευαγγελίζεται για τον άνθρωπο μια πιο καταξιωμένη ζωή. Θριαμβικά τότε ακούεται η φωνή του να καλεί με παιδική σχεδόν αθωότητα:

Καράβια όνειρα
εμπνεύσεις της ζωής,
θαύματα ιδεών,
λευκά πανιά
στου γλαυκού το πανώριο ταξίδι,
ελάτε πάρετέ μας…

Κλείνοντας, συγχαίρω τον φίλο Ανδρέα Χατζηχαμπή- που κατέθεσε προς βαθύτερη τέρψη αρκετά τέτοια, αισθητικά και σημασιολογικά κατορθωμένα ποιήματα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *