ΟΝΕΙΡΑ ΑΜΕΝΗΝΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗ

Slider
05/12/2014
0 Σχόλια
ΟΝΕΙΡΑ ΑΜΕΝΗΝΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗ

Oneira_amininaΑνδρέα Χατζηχαμπή Όνειρα Αμενηνά
[Από το νυν στο «αιέν ονειρεύεσθαι]

Aν «μεγάλην εξέφρασεν έκπληξιν η γειτόνισσα το Ζερμπινιώ» στο γνωστό Παπαδιαμαντικό διήγημα, η δική μου έκπληξη ήταν αναμενόμενη, όταν πριν από λίγο καιρό με πολλή χαρά έλαβα μιαν καινούργια ποιητική συλλογή και με άλλη τόση αγάπη πρωτόγνωρης αποκάλυψης έσκυψα στις πενήντα σελίδες των τριανταπέντε εκλεκτών ποιημάτων της. Αν και είχα στα παλαιότερα συναδελφικά μας χρόνια γνωρίσει από κοντά τη βραβευμένη πανελληνίως ποιητική δημιουργία του Ανδρέα Χατζηχαμπή μέσα από τις προηγούμενες δύο ποιητικές του συλλογές υπό τον τίτλο Απ’ τ’ αλωνάκι της σιγής και Στην ακτή των ποιητών, εντούτοις η τωρινή του συγκομιδή, πιστεύω, ότι συνιστά σταθμό ωριμότητας για τον ίδιο και μακρόπνοη αισιοδοξία συνέχειας για τα σοβαρά ποιητικά μας πράγματα.

Το βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις αθηναϊκές εκδόσεις Γαβριηλίδης, φέρει τον αρχαιοπρεπή Ομηρικό τίτλο Όνειρα αμενηνά με τον ποιητικό επιθετικό προσδιορισμό των ευφάνταστων και έλλογων ονείρων του να μας αιφνιδιάζει κατ’ αρχήν• και ευθύς αμέσως να μας δίδει το αίσθημα της αναγωγής στον γενάρχη των ποιητών όλου του κόσμου και όλων των εποχών και συνακόλουθα της υπερηφάνειας και της ευθύνης του φυλετικού ποιητικού κυττάρου των επιγενομένων. Ο στίχος 562 από το τ΄ της Οδύσσειας ευστόχως προτάσσεται ως η πλέον ευσύνοπτη προειδοποιητική προμετωπίδα του περιεχομένου της συλλογής: «Δοιαί γαρ τε πύλαι αμενηνών εισίν ονείρων…» και κατά λογοτεχνική μετάφραση Καζαντζάκη – Κακριδή: «Τα ονείρατα τ’ αγεροφάνταχτα διπλές τις πόρτες έχουν…». Είναι, όπως επεξηγεί η «περίφρων» Πηνελόπη στον Οδυσσέα, η ελεφάντινη πύλη των απατηλών ονείρων και η κεράτινη των αληθινών, ενώ ο περίφρροντις αναβάτης στην Καβαφική «πολύ υψηλήν της Ποιήσεως [τ]η σκάλα» στις εδώ δικές μας «αμμουδιές του Ομήρου», κατά τον Ελύτη ή στα οικεία ενάλια μέρη των εμπνεύσεών του, σύμφωνα με την υστερόγραφη γεωγραφική ένδειξη της δικής του εντοπιότητας, τα πλέκει αξεδιάλυτα με τα σύνεργα της προσωπικής ποιητικής του διαλεκτικής. Και καθώς τα πραγματώνει ποιητικά, τα μνημειώνει ρεαλιστικά στη σφαίρα του υπαρκτού φαντασιακού και στην επικράτεια της υπερρεαλιστικής ενσυνείδητης ιδεο-ποίησής τους. Για τούτο και επικαλείται και πάλι προϊδεαστικά τον ποιητή του Αιγαίου και του «Άξιον Εστίν»: «Ο ποιητής πιστεύω είναι στο βάθος πιο ρεαλιστής απ’ όλους αυτούς που τον φαντάζονται στα σύννεφα. Μόνο που ξέρει ότι και τα σύννεφα κι αυτά είναι μια πραγματικότητα, για τους άλλους εσαεί απλησίαστη».

Στην αντιστικτική σύνθεση της εναλλαγής των αντιθέσεων μεταξύ φωτός και σκότους, τουτέστιν την αλληλοπεριχώρηση φαντασιακού και πραγματικού, υπαρκτού και ιδεατού μέσα από την Ηρακλείτεια διάσταση της παλίντροπης αρμονίας τους, τα «Όνειρα αμενηνά» του ομώνυμου ποιήματος, που δανείζει συνεκδοχικά τον τίτλο στη συλλογή, συλλαμβάνονται καθώς συμπλέκονται κάτω από το υφάδι και το στημόνι του ποιητή ως:

«θαλερά φωταξίδια στο ζόφο της νύχτας μας,

πολύτιμα πετράδια που αντιφεγγίζουν

το προαιώνιο κάλλος,

[…]

Αιέν ονειρεύεσθαι».

 

Ο τελευταίος προτρεπτικός στίχος, Ομηρικής και πάλι υφής, επαναλαμβάνεται στη συγκινητική αφιέρωση που μου χάρισε ενυπογράφως ο ποιητής με την ευχή τα ποιήματά του να μου «μιλήσουν». Και να μου μιλήσουν, προφανώς, όχι με τη γλώσσα της Φροϋδικής τους ερμηνευτικής, αλλά με το ύφος και το ήθος της δικής τους ιδιαιτερότητας.

Ωστόσο, όχι απλώς μου μίλησαν οι αριστοτεχνικές αυτές ποιητικές αποτυπώσεις του Ανδρέα Χατζηχαμπή, αλλά οι έντονοι παλμοί της φιλοσοφημένης γραφής τους και οι λεπταίσθητοι κραδασμοί μιας αναστοχαστικής λυρικής εγγραφής στ’ αυλάκια της σκέψης και την κοίτη της ψυχής αναμεταδίδονται μέσα μου σε ζωντανό διάλογο ζεστής συνομιλίας. Ομολογουμένως, διαβάζοντας τους στίχους δεν νιώθεις να επιπλέεις στον αφρό ή να νανουρίζεσαι στον φλοίσβο των ονειρικών του προσλήψεων, αλλά να καταδύεσαι ολοένα και πιότερο στο βάθος τους, για να συμβιώσεις και να συνονειρευτείς εις το «αιέν» του «Δήμου Ονείρων», κατά τον αντίστοιχο και πάλι Ομηρικό τίτλο ενός άλλου ποιήματος:

«Ψηλά στους αιθέρες

νεφέλες ευθραστότητας

ανεμίζουν την ακήρατο γαλήνη

μπροστά από τις ευχές

που λάμπουν σαν τ’ αστέρια.

Κάτω στη θάλασσα της μνήμης

αγκυροβόλησε η ιλαρή αρμονία

σε ύδατα ακύμαντα,

λαμπυρίζοντα πέπλα φωτονίων.

Όλα λουσμένα

στο άκτιστο φως του ασύλληπτου.

Δήμος Ονείρων».

Στις ενοραματικές του ενατενίσεις, τις οραματικές αναζητήσεις και τις εκστασιακές του ανατάσεις ο ποιητής δεν παύει να στοχάζεται πάνω στη στιγμή και τη διάρκεια του ονειρικού γεγονότος είτε την ανατρεπτική αντιστροφή τους, μετασχηματίζοντας άλλοτε εκτατικά μέσα του και άλλοτε συμπυκνώνοντας τον ποιητικό χρόνο από τη χρονικότητα του νυν στην υπερχρονικότητα του «αιέν» ή στη διάσταση ενός μεταφυσικού αέναου επέκεινα. Αυτή η πρωτεϊκότητα, όχι απλώς επιφανειακά έντεχνης αλλά ενυπόστατα δημιουργικής μεταμόρφωσης από το γίγνεσθαι στο είναι ή από τον συρφετό των ειδώλων στον κόσμο των ποιητικών ιδεών ανήκει σ’ αυτόν που

«Σπούδασε την επιστήμη των θαλασσίων ρευμάτων

και τη μουσική των φλοίσβων»

και σ’ αυτόν που σε καλεί

«να αναδυθείς

ως και να ελπίσεις

σε μια θάλασσα από εσπέρια αστέρια,

να αγκαλιάσεις τον υπέρτατο ουρανό»,

 

καθώς μας ψιθυρίζουν σημαδιακοί στίχοι ποιημάτων του.

Αξίζει να σταθούμε στις μεταστοιχειώσεις αυτές των ποιητικών φιλοσοφικών του προσλήψεων μέσα από τα σημαινόμενα ή τα κρυπτικά νοήματα ορισμένων ποιημάτων, παραπέμποντας συνειρμικά σε παρεμφερείς συλλήψεις άλλων ποιητών. Εν πρώτοις, δεν είναι τυχαίο ότι από το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής τον ποιητή απασχολεί έντονα η βαθύτερη έννοια του χρόνου όχι ως προς την επιστημονική του σχετικότητα, αλλά ως αμφίσημη έκφραση παλίνδρομης εφημερότητας και μιας άχρονης αιωνιότητας, ένα κινούν – ακίνητο μνήμης και ανάμνησης. Έτσι αποφαίνεται με την εικονοποιία τού ανθρωπομορφισμού μιας υποβλητικής σκηνοθετικής επινόησης:

«Τι να ονειρεύεται εκείνη η στιγμή

αφημένη στην κουνιστή της πολυθρόνα;

[…]

Ο χρόνος ανελεήμονας,

τη διατάζει

“εκεί θα μείνεις

στην κουνιστή σου την καρέκλα

μια ανάμνηση,”

 

Μα το όνειρο, όνειρο

κι η στιγμή, στιγμή,

υπάρχει

και χθες

και σήμερα

και αύριο».

 

Η δηλωτική των ευθύγραμμων ή κυκλικών παλινδρομήσεων «κουνιστή καρέκλα» υποφαίνει τη στατικότητα της ακινησίας και ταυτόχρονα μιας ροϊκής κίνησης στην αντινομία μιας αμετάβλητης μεταβολής μέσα από τη συμπαντική νομοτέλεια του αιώνιου απείρου, καθώς τη στοχάζονται οι ποιητές στην ποιητική ερμηνευτική των ονείρων τους. Ανατρέχουμε, προσφυώς, στον T. S. Eliot: «Ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος / είναι ίσως και οι δύο παρόντες στο μέλλοντα χρόνο / και ο μέλλων χρόνος να περιέχεται στον παρελθόντα χρόνο. / […] / Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί και ό,τι συνέβη δείχνουν σ’ ένα τέλος που είναι πάντοτε παρόν». Έτσι και ο ποιητής μας δεν συμβιβάζεται με τη λήθη του παρελθόντος σε «Μια ξεχασμένη ονειροπόληση», κατά το ομότιτλο ποίημα, που καταργεί το αέναο παρόν και απεργάζεται την «απομυθοποίηση» του ονείρου. Γιατί, ακριβώς, ομολογεί μέσα από την αλληγορική εκμυστήρευση ενός άλλου ποιήματος: «Το μεγαλώνω χρόνια αυτό το όνειρο» και δεν θέλει να βυθιστεί «στον χρόνιο λήθαργο» «μ’ έναν ήλιο κρυμμένο στα θεόρατα σύννεφα», κατά τον επιλογικό στίχο, εφόσον και εδώ το άνευ χρονικών ορίων όνειρο μιας άυλης θεϊκής απεραντοσύνης πρέπει να αφυπνιστεί με «ήλιου κοίταγμα και […] φεγγαριού άγγιγμα» μέσα στο δημιουργικό του ενύπνιο. Οδύνεται, ωστόσο, ο ποιητής πως τέτοια «Όνειρα αμενηνά [αντιπαλεύουν] παγιδευμένα / στη δίνη της αδίστακτης κλεψύδρας». «Τον κάθε κόκκο της άμμου της» ευστόχως παραβάλλει με «αιματόβρεχτο βόλι» στον παρανοϊκό πόλεμο μιας σκληρής εφήμερης πραγματικότητας.

Για τούτο και επίμονα αναζητεί το ονειρικά πραγματικό, αποκρυπτογραφώντας την πεμπτουσία της άλλης πραγματικότητας:

«Η πραγματικότητα

γνωρίζει πολύ καλά

τι θα πει να βάφεις με σκοτάδι

τις μέρες φωτός».

Είναι ως να φιλοτεχνεί σε «μια ζωγραφιά του ονείρου» με «τα χρώματα των λουλουδιών», τους ιριδισμούς της «Άνοιξης» και του «Ανέσπερου Φωτός», καθώς και τους ρυθμικούς αναπαλμούς «απ’ τον απόηχο της Σιωπής» τα άνθη της Κύπριδας πέτρας, ποτισμένα με «ηλιοστάλακτο ύδωρ» και θρεμμένα με «Χριστόψωμο» στην αιγιαλίτιδα ζώνη της ψυχής του.

Ο ποιητής με εξομολογητικούς τόνους αρνείται την εκκοσμικευμένη αυταρέσκεια της γραφής του, ενώ καταφάσκει τη θητεία του στην ποιητική παιδαγωγία «για τα παιδιά του κόσμου», όντας ένας από τους «Ποιητές όλου του κόσμου», σύμφωνα με το φερώνυμο ποίημα, που απηχεί την οικουμενική προσέγγιση της ποίησης και της ποιητικής του. Μια ποίηση αισθαντικής ποιητικότητας, «πνοή ζώσα στην εκπνέουσα ζωή», που συναιρεί τα άσχημα και τα κακά του κόσμου μας και του καιρού μας, από την κακοποίηση της φύσης και την «Αποδόμηση» του πολιτισμού μας μέχρι την «Πτώση» σε «Ερείπια» των ανθρώπινων αξιών και την «Κατεδάφιση» των παλαίτυπων αρετών μας. Για τούτο, κατά μία άλλη εκδοχή του Αλμπέρ Καμύ, μέσα σε όλη αυτή την αποξένωση της αλλοτριωτικής παραχάραξης ταυτοποιεί υποστασιακά τον άνθρωπο ως «Ξένο» στην αντωνυμική του τριτοπροσωπία.

Και όμως, μετα-ποιώντας την ασχήμια σε αΐδιο αρχαιοελληνικό κάλλος ή σ’ εκείνη την πλήρη οράσεως, κατά τον Καβάφη, και ενοράσεως, κατά τον Χατζηχαμπή, ιδεατή ομορφιά, τη μόνη κοσμοσώστρα, καθώς ορμηνεύει ο Ντοστογιέφσκυ, δεν παραμένει στην άρνηση της απόγνωσης και την απάλειψη της αισιόδοξης ελπίδας. Αέναος αυτός, ως ποιητής, Ελυτικός «ναυτίλος» ταξιδευτής και θηρευτής «Ονειροπόλος» προσβλέπει στους ορίζοντες ενός κοσμογονικού αναγεννητικού ονείρου εμπνευσμένης ζωής και αληθινής δημιουργίας.

 

Συγκεφαλαιωτικά συνοψίζει στους ακροτελεύτιους στίχους του τελευταίου ποιήματος της αξιόλογης συλλογής του:

«Ο ποιητής συνεχίζει

να βρίσκει καταφύγιο στα όνειρα,

αιθεροβάμων μελετητής των αστεριών,

ταπεινός προσκυνητής των λέξεων.

 

Καράβια όνειρα,

εμπνεύσεις της ζωής,

θαύματα ιδεών,

λευκά πανιά

στου γλαυκού

το πανώριο ταξίδι,

ελάτε πάρετέ μας…».

 

Στον φίλτατό μου ποιητή Αντρέα Χατζηχαμπή εύχομαι εκ βαθέων να συνεχίσει να μελετά τα πιο φωτεινά αστέρια κάτω από τον αστερισμό του Σείριου, να προσκυνά με ευλάβεια τις ελληνικές λέξεις και να εμπνέεται με χριστιανική κατάνυξη για τον καλοτάξιδο προορισμό της ποίησης.
© Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *