ΣΠΙΡΤΟΚΟΥΤΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΡΑ ΚΡΙΣΤΗ ΧΑΡΑΚΗ
«ΣΠΙΡΤΟΚΟΥΤΟ» του Γιάννη Οικονομίδη
Κριτικό σημείωμα Κρίστη Χαράκη (1)
«Το Σπιρτόκουτο προέκυψε μέσα από την προσωπική μου ανάγκη να αποβάλω το φόβο και τα “πρέπει” ενός αρεστού, στο ευρύ κοινό, έργου και να γράψω για αυτό που πραγματικά με απασχολεί, τον σύγχρονο Έλληνα και την ορατή-αόρατη βία που κουβαλά. Είναι ένα έργο απόλυτα ανθρωποκεντρικό, με τους χαρακτήρες και τα πάθη των ηρώων να καταγράφονται χωρίς να κρίνονται, αφήνοντας αυτό το ρόλο στο θεατή»
ΓΙΑΝΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
** ε **
Μόλις χθες (8 Ιανουαρίου 2012) κατάφερα να δω την τελευταία παράσταση: «Σπιρτόκουτο», στον Τεχνοχώρο της ΕΘΑΛ, έργο του συμπολίτη μας Γιάννη Οικονομίδη, σε σκηνοθεσία του Μηνά Τίγκιλη.
Ο Γιάννης, με το ελεύθερο δημιουργικό του πνεύμα καταξιώθηκε πανελλήνια ως ένας εξέχον σκηνοθέτης ταινιών μικρού μήκους. Κυρίως, με τα δύο βραβευμένα έργα του, το «Σταδιακή βελτίωση του καιρού» (1992) και το «Μόνο μυρίζοντας γιασεμί» (1994)/ (2), μπήκε στους βηματισμούς των δημιουργών, που θέλουν την τέχνη να έχει άμεση επικοινωνιακή αντίληψη του πολιτισμού.
Το δημιουργικό του έργο στον κινηματογράφο, από την αυγή του νέου αιώνα, ξεκινά με τρεις ταινίες μεγάλου μήκους: το «Σπιρτόκουτο» (2003), το «η Ψυχή στο στόμα» (2006)/ (3) και το «ο Μαχαιροβγάλτης» (2010)/ (4) ∙ και, στις τρεις διακρίθηκε με το βραβείο καλύτερης ταινίας της χρονιάς από την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου.
Με τον κινηματογράφο, ο Γιάννης Οικονομίδης, καταξιώθηκε στο ζωντανό πεδίο των επικοινωνιακών συστημάτων, αναζητώντας κριτικό πνεύμα μέσα στο κοινωνικό σύστημα, που ο ίδιος ζει, για να μεθέξει τις αναδράσεις του έργο του. Έτσι, ως δημιουργός δεν στοχεύει τόσο στην εμπορικότητα της αναψυχής, αλλά κυρίως στη λειτουργική καλλιέργεια που ανοίγει γέφυρες προβληματισμού με το κοινωνικό. Αντλούνται, έτσι, από το δημιουργικό του είναι σκηνοθετικά μοντέλα αμιγώς κοινωνικά και σύγχρονα, φορτισμένα με ενέργεια της απαραίτητης εκλεπτυσμένης πολιτικής δυνητικότητας, που υπάρχει σε κάθε κίνηση των ηρώων του. Καταληκτικά, το Δημιουργούν στο έργο το Γιάννη Οικονομίδη είναι μια ακόμη πηγή, που δυνητικά βελτιώνει τα κοινωνικά συστήματα, κάτι που μεθοδολογικά εστιάζεται στη διαδικασία αυτοποίησης με παραγωγές θερμών συστημάτων, που ξεχώρισαν και στον πέρα της Ελλάδας καλλιτεχνικό θώκο.
Το «Σπιρτόκουτο» μεταφέρει τον Γιάννη Οικονομίδη και στον χώρο του θεάτρου, και με μαεστρία θεμελιώνεται η συνήχηση του έργου του, με την καλλιτεχνική σκηνοθετική εμπειρία των ψυχρών συστημάτων και της διαδικασίας θέασης, που εκπέμπει το έργο του Μηνά Τίγκιλη. Με την παράσταση αυτή ο θεατής βρίσκεται μπροστά στις συγκρούσεις μιας ορατής συμπεριφοράς, που ενώ κτίζει σχέσεις την ίδια ώρα τις θρυμματίζει, κάτι που προεκτείνεται σε φαινόμενα συμπεριφορικών ψυχοβιωτικών στάσεων που σηματοδοτούν μια ιδιάζουσα επικοινωνιακή πραγματικότητα, που κουβαλά στη ράχη του ο σύγχρονος Έλληνας, είτε φανερά, είτε σε λανθάνουσα κατάσταση.
Ο σκηνοθέτης εφάρμοσε – θα έλεγα «ανακάλυψε» – τη διάδραση των εικόνων, δίνοντας στο μονόπρακτο θεατρικό, με ένα χαρακτηριστικό κλικ ήχου κάμερας, την ορμική αποτύπωση από μια εικόνα σε μια αμέσως επόμενη και στο όλο. Και, με τον τρόπο αυτό καταφέρνει τη συνοχή εικόνων και δράσης σε ένα ενιαίο σύνολο. Η κάθε εικόνα αυτο-αναφέρεται με τη δική της διαφορά στο «Σπιρτόκουτο», όπως μπαίνει όμως μέσα ένα «αναμμένο σπίρτο», για να διαταράξει τη γαλήνη. Ένα σύστημα κουλτούρας ή υποκουλτούρας, μια κατάσταση ανάδρασης ή εντροπίας, ό,τι και να είναι, αναταράσσει εκρηκτικά το «κλειστό» σε μηχανισμούς περιβάλλον. Το σκηνικό του Εδουάρδου Γεωργίου λιτό, και με τα απαραίτητα μινιμαλιστικά στοιχεία επιτυγχάνει, εκεί που χρειάζεται, τη διαφάνεια της ανθρώπινης φιγούρας, αλλά και την ορατή έκφραση της μουσικής, όταν τα «σπίρτα» παίζουν με τη φωτιά.
Η όλη παράσταση βρίσκεται σε μια συνεχή κίνηση «φουρτουνιασμένης θάλασσας», με την είσοδο ενός κύματος μέσα σε ένα άλλο, ένα ασταμάτητο continuum δράσης, που θα μπορούσε να ήτανε ανθρωπομορφικές κινούμενες φλόγες, αλλά και με την επανεισαγωγή (re-entry) των συγκρούσεων, μεταξύ ενός κύματος του είναι (του καλού, του σωστού, του δίκαιου), με το μη είναι (του κακού, του λανθασμένου, του άδικου). Στο σενάριο δεν υπάρχει το «πρέπει», το έργο παίζεται ελεύθερα με πραγματικές σχέσεις της καθημερινότητας, που άλλοτε συνδέουν τα ανθρώπινα συστήματα με τα ανέμελα «λόγια της πλώρης», όπου η βρισιά δεν είναι τόσο κοντά στο «ύβρις» όσο είναι στο «δίκη», και άλλοτε τα θρυμματίζουν, όταν κυριαρχεί η μη-επικοινωνία, όπου η πραγματική ύβρις υπάρχει χωρίς καν τη βρισιά, αλλά στην υποκρισία του «πρέπει».
Αυτό είναι ένα πρώτο καινοτόμο στοιχείο του χαρακτήρα του έργου, όπου αποκαλύπτεται ο ανθρωποκεντρισμός του σύγχρονου Έλληνα, που είναι σε λανθάνουσα κατάσταση, κρυμμένος μέσα στο ίδιο «ζωντανό πεδίο» μιας εμφανούς επικοινωνιακής υποκουλτούρας ύβρεων, σεξισμού και στερεοτυπικών απαξιών. Ένα δεύτερο στοιχείο προάγει μια κουλτούρα αντιστάσεων ή μελαγχολίας, που οδηγεί το θεατή να δει μέρος του εαυτού του και του χώρου του, κλεισμένα στο «Σπιρτόκουτο», κάτι που του δίνει την «πρόκληση» να αυτο-αποκαλυφθεί στη δική του καθημερινότητα.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ο Δρ Κρίστης Χαράκης είναι Διευθυντής Ακαδημαϊκών Υποθέσεων στο Frederick University Λεμεσού, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων Κύπρου, και μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού: «Βασίλης Μιχαηλίδης».
(2) Φεστιβάλ ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας.
(3) Συμμετοχή στην 45η Διεθνή Εβδομάδα Κριτικής των Καννών..
(4) Παγκόσμια πρεμιέρα στο PUSAN International Film Festival. Βραβεύτηκε ως η καλύτερη ταινία από την Ελληνική Ακαδημία Θεάτρου (σκηνοθεσίας, σεναρίου, εικόνας, μοντάζ, σκηνογραφίας και ήχου). Πήρε, επίσης, και το Orpheus Award από το Los Angeles Greek Film, 2011 ως η καλύτερη μεγάλου μήκους ταινία.
Leave a Reply