MARGINALIA ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΤΟΥΜΑΖΗ ΡΕΜΠΕΛΙΝΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΣ ΣΑΒΒΙΔΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΡΑ ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ

Slider
13/07/2016
0 Σχόλια
MARGINALIA ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΤΟΥΜΑΖΗ ΡΕΜΠΕΛΙΝΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΣ ΣΑΒΒΙΔΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΡΑ ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ

Marginalia της Έλενας Τουμαζή Ρεμπελίνας και Μόνας Σαββίδου Θεοδούλου, 2016, Εκδ. Αφή, σελ. 111

ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ

 

Δυο εξαίρετες ποιήτριες συναντώνται ποιητικά στο Marginalia. Ανταλλάζουν βλέμματα, λέξεις, σωσίβια. Ανταλλάζουν φως, όχι απ’ το δικό μας, από το άλλο, αυτό που δεν μας ανήκει. Μιλούν, αναλύονται, μεταμορφώνουν, αυτά που έφυγαν, αυτά που θα έρθουν, εκπέμπουν σοφία, το νάμα της ποίησης. Σημειώσεις περιθωρίου, πέραν της μνήμης, πέραν του πόνου. Καβάλλα στη χαίτη του μυστικού μάς δείχνουν τη μαύρη τρύπα που χάσκει απροσμέτρητη κάτω απ’ τα πόδια μας. Βαθαίνουν τον στίχο, βαθαίνουν την αλήθεια. Ω ευδαίμονη στιγμή της συνάντησης.

 

Marginalia

 

Οι δύο ποιήτριες συνομιλούν υπόγεια, ποιητικά, με το ρόπτρο της γραφής, μετατρέποντας «την άγονη γραμμή σε γόνιμη». Διαφωνούν για τη «μυστική οδό» που οδηγεί, όχι στην «ελευθερία του λόγου» (σελ. 51) αλλά σε ένα «λόγο ελευθερίας». Ένα λόγο που χαϊδεύει τη μνήμη που ανασκάπτει το πρόσωπο και το σώμα, που μιλά για το φως, τη γραφή, το κέντημα των λέξεων για να «περπατήσουν ελεύθερες στον κόσμο» (σελ. 48).

Για την Έλενα Τουμαζή ο δρόμος της ελευθερίας περνά μέσα από τη μεταφυσική, την αγιοποίηση, του σώματος, των αισθήσεων, του έρωτα, μέσα από τις «απωθήσεις» όπως τις ονομάζει η Μόνα Σαββίδου, οι οποίες «επιστρέφουν κρατώντας ένα αναμμένο κεράκι». Τα μάτια της Ρεμπελίνας ψηλαφούν μυθικούς, τελετουργικούς κόσμους με σώματα που σπαρταρούν και σε οδηγούν στο φως, στον «δρόμο της συνείδησης εντός μας» (σελ. 72). Εναγώνια η κραυγή της: «Θα προλάβουμε άραγε το φως, προτού η Γη μας γίνει κάρβουνο;» (σελ. 42). Η Άνοιξη έρχεται με τη «συνάντηση του άντρα και της γυναίκας» (σελ. 40), με την ικανότητα του ανθρώπου να «συνεχίζει να ζει, να περπατά, να ηδονίζεται, να κατασκευάζει, να μιλά, να ονειρεύεται, να αισθάνεται ελεύθερος». Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά αυτού που θέλει να «αυτοονομάζεται άνθρωπος». Κάθε αφαίρεση, κάθε επέμβαση σε αυτά τα χαρακτηριστικά αναιρεί κάτι από τα ουσιώδη, τα «άγια» χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Κι αυτό για τη Ρεμπελίνα είναι οδυνηρό, είναι επώδυνο, είναι ανελευθερία, είναι «ένας πόνος που δεν μετριέται ούτε με τον θάνατο» (σελ. 56) και ασφαλώς είναι αφόρμηση ποιητικής πορείας, γραφής και στιχουργικής επανάστασης. Η Έλενα Τουμαζή ανασκάπτει την ύλη για να βρει το πνευματικό, το άυλο, το φως. Οι ομορφιές, οι μουσικές, οι ζωγραφιές, τα ποιήματα, κατά την Τουμαζή, είναι κομψοτεχνήματα που δημιουργούνται με προσωπικές, χιλιάδες προσωπικές, θυσίες, αυτοθυσίες που αφήνουν χιλιάδες «σφάγια» όπως τα ονομάζει.

Για τη Ρεμπελίνα το γυναικείο σώμα, το οποίο εξυμνείται μέσα από την ποίησή της, φέρει το μυστήριο της θεότητας. Δεν είναι τροφή για τα «ακονισμένα δόντια», «δεν είναι εικόνα, δεν είναι ένδυμα, κατεύθυνση, καθρέφτης ή νόημα» (σελ. 86). Το δέρμα και ο έρως γίνονται ψυχή (σελ. 74) και τη διασώζει από την αφιλία, από την απόσταση, από τη μόνωση, από τη βία, από τους «λεπταίσθητους πολιτισμούς που έχουν τα πόδια τους βουτηγμένα στο αίμα» (σελ. 84). Αναζητά την επαφή, το «βαθύ βλέμμα» (σελ. 70), την μεταπραγματική επικοινωνία, την αλληλογνωριμία μέσα από την ελευθερία, την εμπιστοσύνη, μέσα από την ποίηση. Υμνεί με ευαίσθητο λυρισμό αυτόν που πραγματικά την γνώρισε:

Εσύ

μόνον εσύ

για μια στιγμή

-ένα χάραμα-

άκουσες

με πρόσωπο

λουσμένο στο δάκρυ

το αληθινό μου

όνομα.

Ύστερα χάθηκες

στη Σιωπή του κόσμου

(σελ. 68, Το σωσίβιο).

 

Από την άλλη, η Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου, μέσα από ένα δικό της προσωπικό ύφος, ακολουθεί ένα διαφορετικό δρόμο, μια «μυστική οδό», μέσα από την «απόκρυψη του εαυτού» (σελ. 51), μέσα από την «υπέρβαση του εαυτού» (σελ. 75). Αποστασιοποιείται όσο μπορεί από την ύλη και επιχειρεί να ανασκάψει το πνευματικό, το άυλο, για να βρει «την μετανάστευση της θλίψης» (σελ. 73), το δικό της φως, για «να βρει τον ουρανό» (σελ. 57). Χρησιμοποιεί διαφορετικά στιχουργικά μέσα, ποιητικά υλικά, εφορμάται από διαφορετικά ποιητικά εναύσματα για να ακολουθήσει μια άλλη ιδιοπρόσωπη ενδοσκόπηση. Εντοπίζει τις «αόρατες παρουσίες» (σελ. 61), ανοίγει τα παράθυρα για να την κατοικήσουν οι αναμνήσεις «των ανθρώπων, των αγαλμάτων, των πόλεων» (σελ. 65). Βυθοσκοπεί την ιστορία και «κάνει τους πόθους παραμύθι» (σελ. 67). Ετυμολογεί, διαχρονίζει, αρμενίζει στους ορίζοντες των λέξεων, για να διασωθεί από τις λέξεις και από το «μάρμαρο της λήθης» (σελ. 69). Αναγνωρίζει τις δωρεές από τον «ποιητή των θαυμάτων» (σελ. 71), αναγνωρίζει ότι «οι λέξεις δεν είναι μόνο λέξεις» (σελ. 73) αλλά φωνές που αντηχούν στις «στοές του σώματος» (σελ. 73). Αγρυπνά τα βράδια και βλέπει «ένα πολύφωτο στον ουρανό» (σελ. 79). Αγρυπνά τα βράδια αναζητώντας «τον ιλασμό, τον οικτιρμό, την κάθαρση, την αγκαλιά της φωτεινής νεφέλης» (σελ. 85) από τα «πελώρια κύματα» που δημιουργούνται στο «βάθος του νου» της (σελ. 87). Η Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου «βγαίνει στην αγορά, γεμίζει το καλάθι της με λέξεις, τις καρφώνει στο πέτο κι επιστρέφει». Κι όταν πάρει στα χέρια της το μολύβι «γεμίζει το σπίτι πεταλούδες» (σελ. 91). Θέλει να δοξάσει το θαύμα «πίσω από κάθε επιφώνημα, μπροστά από κάθε θαυμαστικό» (σελ. 101) εις πείσμα κάθε «απαγορευμένης ζώνης», εις πείσμα κάθε «αφαίμαξης αισθήσεων», εις πείσμα «κάθε αποστράγγισης της μνήμης» (σελ. 103).

Η Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου γράφει για την προσφυγιά «που κρύβεται πίσω από κάθε ποίημα» (σελ. 15), για «τον χειμώνα της περαστικής ζωής» (σελ. 17), για «τον λυγμό της λύπης» (σελ. 19), για τη «γαλήνη της αγάπης» (σελ. 25).

Και μας συμβουλεύει:

Να μεστώσει ο χρόνος

με την ποίηση

Όχι να κυλήσει.

Να τον αφήσουμε

να παίζει μέσα στα φύλλα

της φοινικιάς με τον ήλιο

αγαπώντας τον εαυτό του,

όπως η ώριμη γυναίκα

τη θηλυκότητά της.

(σελ. 21, Το παιγνίδι).

 

Οι μοναδικές μας ποιήτριες αναλύονται σε φως, μεταμορφώνονται, γίνονται ρήματα για να προσφέρουν την ιδιοπρόσωπη, για κάθε μια, ποιητική γραφή τους, ως απόσταγμα μεστωμένης ποίησης και διάπυρης βιωματικής γραφής. Δεν τις αφήνουν να κοιμηθούν τα «οδυνηρά της μνήμης» (σελ. 93) και ως ερευνήτριες του φωτός, αναζητούν τη μια λέξη, τον ένα στίχο, το ένα ποίημα που θα τις διασώσει από το «χαώδες κενό» (σελ. 83). Γνωρίζουν πολύ καλά πως «η τραγωδία δεν φορά μάσκα». Γνωρίζουν πολύ καλά πως «δεν μεταμφιέζεται η τραγωδία» (σελ. 105). Η τραγωδία είναι ζωντανή και το μόνο που μας διασώζει είναι η Άνοιξη, η ανθοφορία των λέξεων, το μόνο που μας διασώζει είναι η ποίηση.

Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου και Έλενα Τουμαζή Ρεμπελίνα σας ευχαριστούμε. Συγχαρητήρια.

 

Δρ Ανδρέας Χατζηχαμπής

Γεωργίου Αναστασίου 8

3070 Λεμεσός

a.chadjihambi@cytanet.com.cy

 

Το κριτικό σημείωμα προωτοδημοσιεύτηκε στην Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης ΠΟΙΕΙΝ:

http://www.poiein.gr/archives/33782/index.html

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *