ΛΕΟΝΤΙΟΣ ΜΑΧΑΙΡΑΣ – ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΔΙΑ ΑΘΥΜΗΣΙΝ ΚΑΙΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΠΟΥ, ΤΗΣ Ν. ΑΝΑΞΑΓΟΡΟΥ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΗΣ ΝΑΝΤΙΑΣ ΑΝΑΞΑΓΟΡΟΥ
«Λεόντιος Μαχαιράς –
εξηγήσεις διά αθύμησιν καιρού και τόπου»
(Δημοτικό Μέγαρο Λεμεσού, 3 Δεκεμβρίου 2013)
Χαιρετισμός Δρα Κρίστη Χαράκη,
Προέδρου της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού: «Βασίλης Μιχαηλίδης»
Με ιδιαίτερη εκτίμηση μεταφέρω χαιρετισμό της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού: «Βασίλης Μιχαηλίδης» στην κα Νάτια Αναξαγόρου, προϊσταμένη των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Δήμου Λεμεσού, για το δίγλωσσο έργο της, «Λεόντιος Μαχαιράς – εξηγήσεις διά αθύμησιν καιρού και τόπου» , που πραγματοποιήθηκε σε έκδοση αυθεντικής διαλέκτου του Χρονικού και σε Αγγλική μετάφραση, με χορηγία του Ιδρύματος Αναστάσιος Γ. Λεβέντης και της φαρμακευτικής βιομηχανίας Medochemie.
Η λογοτεχνική και η ακαδημαϊκή συνθετότητα της μελέτης, φέρει εις φως ερευνητικές αναδράσεις από το πρώτο ουσιαστικά λογοτεχνικό πεζό κείμενο, που γράφτηκε ποτέ στη δημώδη ελληνική. Υπήρξαν, βέβαια, οι Ασσίζες πριν από το Χρονικό, επρόκειτο όμως «περί νόμων», μεταφρασμένων στην κυπριακή διάλεκτο, και όχι αυτούσιο λογοτεχνικό δημιούργημα. Το Χρονικό, όπως ονόμασε ο Μαχαιράς, «εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου», είναι ένα έργο αφηγηματικής αυτοποίησης. Το Δημιουργούν που οδήγησε στον γραπτό λόγο της κυπριακής διαλέκτου, είναι ίσως κάτι μεγαλύτερο από ό,τι φαίνεται, ένα αποτέλεσμα αυτοποιητικής διαδικασίας, η οποία συλλαμβάνεται από και προς τις «συμπλέουσες αναδράσεις» της ενσώματης εξελικτικής νόησης, του κυπριακού γραπτού (έργο του Μαχαιρά) και του προφορικού λόγου (έργο μέθεξης αφηγητή-ακροατηρίου).
Από τα έντεκα επίλεκτα κείμενα , της συναρπαστικής μαγείας της γλώσσας του Χρονικού, που απομόνωσε η Νάτια Αναξαγόρου, για το βιβλίο της, μπορεί ο μέσος αναγνώστης να συγκρατεί κοινωνιογλωσσικά «νοήματα» αυθεντικής, «Τόπου» και «Χρόνου», γραπτής και προφορικής «ποιητικής», που διαπερνούν, ως ultima ratio, άρρηκτα τα συνδεδεμένα στοιχεία του Χρονικού, με την κυπριακή μεσαιωνική ιστορία, τους μύθους, τα παραμύθια, τις αφηγήσεις, τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις του τόπου μας.
Με συνέπεια, η συγγραφεύς, αφενός ως λογοτέχνης επιλέγει τίτλους και κείμενα από επίλεκτες συναρπαστικές, κατά κυριολεξία, «εξηγήσεις» και «φράσεις» του Μαχαιρά, που ελκύουν τον αναγνώστη για να εντρυφήσει το Χρονικό, και αφετέρου ως ερευνητής κατηγοριοποιεί τις Μορφές κειμενικότητάς του, τη χρονογραφία και τη σύντομη αυτοτελή διήγηση. Παράλληλα, αναλύει, πώς οι βιωματικές και πραξιακές κοινωνιογλωσσικές δυνατότητες της κυπριακής διαλέκτου, κυριαρχούσαν στον σχηματισμό μιας lingua franca του 14ου αιώνα.
Ο όρος «ποιητική», αποδίδεται ορθώς στα πεζά κείμενα του Μαχαιρά, γιατί το περιεχόμενο των «εξηγήσεών» του, δεν αναδιπλώνεται ως μια απλή διαδικασία γραπτής «διήγησης»∙ οι άνθρωποι συμμετείχαν, αναζητούσαν απόλαυση με τον προφορικό λόγο, στη ζωντανή σχέση «θέλουν αλεγριάζεσθαι», όπως χαρακτηριστικά εντοπίζεται στον πρόλογο του Μαχαιρά. Η Αναξαγόρου, παραθέτει «ιστορίες» που αντανακλούν πηγαίο διάλογο, πριν καν γραφτούν, γιατί η προφορική μετάδοση της «σοφίας» μιας ιστορίας από και προς ένα «διψασμένο» ακροατήριο για «διηγήσεις», μπορεί να γονιμοποιήσει πραγματικά μια εξελικτική γλωσσική κουλτούρα. Ιδιαίτερα, η «ποιητική» της ομιλούμενης κυπριακής διαλέκτου, στο έργο του Μαχαιρά, αναδύεται – αν θέλετε – από μια «κολυμβήθρα» σύμπλευσης κινούμενων απολαυστικών αναδράσεων, σε μια κατάσταση του δίνω στο ακροατήριο και παίρνω από αυτό. Ο Λεόντιος Μαχαιράς, κατέφυγε στον γραπτό λόγο, για να αποτυπώσει το έργο του, αν και προτιμούσε την προφορική μορφή, η οποία επέτρεπε ευέλικτες λυρικές αναδράσεις από και προς το ακροατήριό του.
Παράλληλα, γλωσσικές αναδράσεις πολυπολιτισμικών βηματισμών, κατακτητών στην ιστορία του νησιού, «ζουμάρονται» ως προφορικές «βολές» αρκετών «γλωσσικών βαρβαρισμών», στην εν εξελίξει κυπριακή διάλεκτο. Μια διάλεκτος που συνεχώς «επανεισάγει» «εν κινήσει» πλείονες εξελικτικές αναδράσεις εθνικών κοινωνιογλωσσικών στοιχείων, με ρίζες που δυνητικά πάνε πίσω – ακόμη, όπως λέει και ο ποιητής – «στις αμμουδιές του Ομήρου»!
Από αυτά, αυτοποιείται μια εξελισσόμενη, χωρίς τέρμα, Χώρου και Χρόνου, δημώδης ομιλούμενη διάλεκτος. Η Αναξαγόρου, ανιχνεύοντας μια σειρά από πηγές, εντοπίζει μεταβλητές της «εσωτερικής εκφραστικής απειρότητας» του Μαχαιρά, τόσο σε πραγματική όσο και σε λανθάνουσα κατάσταση, και όπως η ίδια λέει, «η κυπριακή διάλεκτος, που κυριαρχούσε, σε ένα πλαίσιο (αναδράσεων) διγλωσσίας ή πολυγλωσσίας, απέβη τον 14ο αιώνα μια lingua franca, με άπειρα γλωσσικά δάνεια από τη Γαλική». Είναι, πράγματι, συναρπαστικό ότι, σε μια περίοδο «φθίνουσας ελληνικής παιδείας και ανυπαρξίας λόγιας γλωσσικής προπαίδειας», στο νησί μας, κυριαρχούσε η κυπριακή διάλεκτος, ως πραγματικό ελληνικό ιδίωμα! Ακόμη, συναρπαστικό, ότι ομιλείτο και από τους Γάλλους βασιλείς στη νησί.
Το «εξηγήσεις διά αθύμησιν καιρού και τόπου», οδηγεί σε ζωντανό αυτοποιητικό λόγο, που αναδύει μια αδιάκοπη λειτουργική ενέργεια στην κυπριακή, πηγαία ελληνική, διάλεκτο. Με γνωστική ερευνητική μέθοδο, κριτικού θεωρητικού λόγου, η ερευνήτρια, προσεγγίζει συσχετισμούς και «δομικές συζεύξεις» της ποιητικής του Χρονικού, με ποικίλες γραμματειακές, εικαστικές και μουσικές δομές. Δημιουργεί, έτσι, ένα δικό της πρωτογενές υλικό, πλάι στην πλούσια ξένη και ελληνική ιστορικοσυγκριτική βιβλιογραφία, που μας παραθέτει. Το «εξαγώγιμο πνευματικό προϊόν» αυτής της έκδοσης, είναι το αποτέλεσμα μιας έρευνας βάθους, που οδηγεί, μέσω των επίλεκτων δραματοποιημένων υποθέσεων, σε μια έλλογη κατανόηση θεωρητικών υποδειγμάτων κανονιστικού προσανατολισμού της γραπτής, αλλά και της προφορικότητας της βυζαντινής δημώδους αφηγητικής λογοτεχνίας.
Η συγγραφεύς, αφενός «φέρει εις Φως» τις «ζωντανές φιγούρες» του Χρονικού, και αφ’ ετέρου συνταξιδεύει στο δρόμο «της Ιθάκης», που δένει το «Τώρα» με το εκφραστικό στοχαστικό συνεχές του μεσαιωνικού «Τότε». Με τη ζωντάνια των «εξηγήσεων» [της διήγησης], του Μαχαιρά, αφ’ ενός επιτρέπει «γέφυρες μέθεξης» της παλίνδρομης, «εν κινήσει», μορφολογικής κυπριακής διαλέκτου με τον στοχαστή του «Τώρα», και αφ’ ετέρου αποκαλύπτει μια, ίσως, υπόθεση ή θεωρία του «τρόπου», της «τροπικότητας», που επιτρέπει ανίχνευση και αναγνώριση ορισμένων ιστορικο-συγκριτικών δραματικών υποθέσεων, μέσα από συγκινησιακές παρορμήσεις «ενδοπαθητικής».
Οι «χαλαρές» δομικές συζεύξεις του ζωγράφου Λευτέρη Ολύμπιου, με το Χρονικό, μεταφέρουν ένα εικαστικό στοιχείο στους συσχετισμούς των αναλύσεων της Αναξαγόρου, σε μια σειρά από σχέδια, πηγαίων εξπρεσιονιστικών αποτυπωμάτων, από μελάνι σε χαρτί. Με την αίσθηση του «ανολοκλήρωτου σχεδίου», ο εικαστικός δρόμος «της Ιθάκης», περνά purposively, όπως ένας χειμαρρώδης ποταμός αναδράσεων εικαστικού πολιτισμού προς και από το κυπριακό – «εν εξελίξει» – ιδίωμα. Οι εικόνες, συνταιριάζουν όχι μόνο με τον υφολογικό συγχρωτισμό των χαρακτήρων του Χρονικού, αλλά και με την ενέργεια, που εκπέμπει η προοδευτικά εξελισσόμενη «ανολοκλήρωτη» κυπριακή διάλεκτος στο προσδοκώμενο Αύριο.
Εν παρενθέσει, Αναξαγόρου και Ολύμπιος, καταφέρνουν εφαρμογή μιας «θεωρίας τρόπου», «τροπικότητας», και «φέρουν εις φως», ένα ολοκληρωμένο διαλογισμό «περί επικοινωνιακού υποδείγματος», που συνδέει την κινούμενη εικαστική με την προφορική και γραπτή κουλτούρα, κάτι που μπορεί κανείς να δει σε κάποιες κλασικές ξένες εκδόσεις, εμπλουτισμένες με επεξηγηματικές γκραβούρες! Η αναφορά, «περί υποδείγματος», έχει ως “ultima ratio” τον τρόπο διάταξης της υφολογικής αίσθησης σχεδίων-κειμένων, όπου «π ο ι η τ ι κ ή» και «α ι σ θ η τ ι κ ή», βρίσκονται σε ένα ανοικτό, παρορμητικό διάλογο, με κοινό «επικοινωνιακό εργαλείο» σύμπλευσης, το αναγνωρίσιμο, εσαεί μαγευτικό και ανολοκλήρωτο Χρονικό ή – αν θέλετε – το «κυπριακό ιδίωμα», το οποίο και οι δύο αντιλαμβάνονται σε μια συνεχή πρόοδο και εξέλιξη.
Η ακατέργαστη υφή του Χρονικού, με ολοκληρωμένες αναδράσεις αφαίρεσης, με Μορφές και δραματοποιημένες υποθέσεις, από και προς τον παρορμητικό εξπρεσιονισμό, αποτελεί μια ξεκάθαρη προσπάθεια διαλόγου ζωγράφου-συγγραφέα! Και, όπως λέει η συγγραφεύς, «Η προφορική χειρόγραφη κουλτούρα του μεσαίωνα […]», συνεπαίρνει τον ζωγράφο, «ο οποίος υποδύεται τον ρόλο του αντιγραφέα χειρογράφων […]», με εμβληματικές αναφορές από το μεσαιωνικό Χρονικό (κορώνα, μονή, σκάφος, γάτες, τον Τίμιο Σταυρό με την Αγία Ελένη προς Κύπρο, σε έκφραση ελπίδας κλπ.).
Καταληκτικά το έργο, διεκδικεί ιδιαίτερο σεβασμό, γιατί αποτελεί ένα σημαντικό βοήθημα για να κατανοήσει ο έλληνας και ο ξένος αναγνώστης την αδιάρρηκτη συγκριτική συνέχεια του γλωσσικού μας πλούτου. Τέλος, ιδιαίτερα χαίρω από το ότι το ανθρώπινο δημιουργικό κεφάλαιο της πόλης μας, αποδίδει ερευνητικό και λογοτεχνικό έργο μεγάλης και διεθνούς εμβέλειας, όπως αντανακλά η παρούσα έκδοση, που τιμά τον Δήμο ακόμη και σε ξένα ακόμη ερευνητικά κέντρα! Και, με αυτά τα τελευταία λόγια, ιδιαίτερα συγχαίρω την κα Νάτια Αναξαγόρου!
Πηγή: Περιοδικό «ΘΕΜΑΤΑ», τεύχος 16, σελ31-34.
Leave a Reply