Ονειροπόλος
Κλείνω τα μάτια
και φτερουγίζω στα πέρατα
κι θάλασσα γίνεται ωκεανός των οικτιρμών.
Κλείνω τα μάτια
και κολυμπώ στον ορίζοντα
κι η πλάση όλη γεύεται ένα μεγάλο χαμόγελο.
Κλείνω τα μάτια
και ευλογείται η πίκρα μας
κι ελπίζω τ’ ανέλπιστο μες στη βροχή των δισταγμών.
Ταξιδεύω με όνειρα
που την αυγή θα διηγηθώ
και τη μέρα θα κυνηγήσω
περπατώντας
στου κόσμου τα βάσανα
και στων ανθρώπων τη μιζέρια.
Μια ξεχασμένη ονειροπόληση
Χθες πέρασε απ’ εδω
μια ξεχασμένη ονειροπόληση,
μου ’πε πως βρήκε ξανά
καινούργιο σθένος,
μετά από εκείνη
τη χειμωνιάτικη επαλήθευση.
Μου ’λεγε με τρόπο
πως οι πληγές του ονείρου επουλώθηκαν
και πως άρχισε την εργασιοθεραπεία,
ψηφιδωτό,
με ψηφίδες
κάτι πορφυρές προθέσεις,
κάτι μαβιά θέλω
και άλλες χρωματιστές ελαφρότητες.
Να την πιστέψω δεν θέλω
καθότι γνωρίζει καλά
η μοναχικότητά μου,
τι σημαίνει όνειρο
και τι ακριβώς
η απομυθοποίησή του.
Πατέρας προς γιο
Σ’ ευχαριστώ μικρέ μου γιε,
που μ’ έκανες και πάλι
την περικεφαλαία να φορέσω του Αχιλλέα,
το στήθος να καλύψω πανοπλία,
σπαθί για να κρατήσω και ρομφαία.
Πώς ήξερες μικρέ Αχιλλέα,
μες στου σχολειού σου τη μικρούλα την αυλή,
ότι σε μάχες τριγυρνώ όλη τη μέρα,
ότι με δόρυ και σαγίττα είν’ πολλοί.
Σ’ ευχαριστώ μικρέ Αχιλλέα,
παιδί που μ’ έκανες και πάλι,
γυρνώντας τη ζωή μου όλη πίσω,
λάθη και αστοχίες που ’χω κάνει
μεμιας απ’ την αρχή να τα γυρίσω.
Να ’σαι δυνατός, μου πες το πρωί,
δίνοντάς μου στο μέτωπο ένα φιλί,
μα ξέχασες πως εγώ είμαι ο πατέρας
και συ’ σαι μοναχά ένα παιδί.
Όνειρα αμενηνά
Όνειρα αμενηνά παγιδευμένα
στη δίνη της αδίστακτης κλεψύδρας,
αιματόβρεχτο βόλι ο κάθε κόκκος της άμμου της.
Άνοιξη παραδομένη
στη θάλασσα των δακρύων,
στον άνεμο που ανταριάζει και λυσσομανά.
Μοναχικά θαλασσοπούλια
ισορροπούν σε ουράνια ρεύματα,
μελωδούν την ενάλια αύρα.
Θαλερά φωταξίδια στον ζόφο της νύχτας μας,
πολύτιμα πετράδια που αντιφεγγίζουν
το προαιώνιο κάλλος,
το φώς το πρώτον,
δεσμίδα φωτός που γεννάει κυκλάμινα
πάνω στην πέτρα.
Αιέν ονειρεύεσθαι…
Leave a Reply