ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ “ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ”, ΛΕΜΕΣΟΣ, ΚΥΠΡΟΣ, 1977
Γη της Κύπρου
Ποιός θα φυλάξει τα κεφάλια μας απ’ τα γεράκια;
Ποιός θα κρατήσει τους αδούλωτους κίονές μας στητούς
απ΄ τις καινούργιες ναπάλμ που θα σκάσουν δίπλα κι επάνω μας;
Ποιός από μηχανής θεός θα φέρει την κάθαρση;
Απ΄ τις ακτές της Μερσίνας, μάτια εραστή
κοιτούν με βλέμμα αρπαχτικό, τυφλό στο πάθος,
το αναδυόμενο κορμί σου, θεά του πειρασμού,
γλυκιά Αφροδίτη.
Απ΄ τις ακτές της Μερσίνας,
ωραία Ελένη, γη της Κύπρου, για σένα είν’ έτοιμα νέα καράβια.
Νέα Πηνελόπη,
εδώ στη γη σου μαζευτήκαν του κόσμου οι εραστές.
Σε ποιόν ποθείς να δώσεις τη ψυχή και το κορμί σου;
Μάκρυνε κι ίσως χάθηκε ο δικός σου Οδυσσέας.
Στην πέτρα του Ρωμιού ρωτώ το Διγενή Ακρίτα
αν βαρέθηκε να φρουρεί τις ακρογιαλιές
βλέποντας τις απιστίες μας.
Βαριά η κατάρα γι’ αυτή τη γη.
Βαρύ το κρίμα αυτών των ανθρώπων που την έχουν στέγη.
Μαζί σου, Τεύκρο, πατέρα μου, κλαίω στα χαλάσματα
της Σαλαμίνας.
Μαζί σου, Τεύκρο, πατέρα μου, κλαίω τους χαμένους γιούς,
ακουμπώ τη ψυχή στους τόσους τάφους.
Μαζί σου, Ονήσιλε, μαζεύω τους τελευταίους Αμαθούσιους
να ΄ναι έτοιμοι σαν έρθουν οι βάρβαροι.
Μαζί σου, Κίμωνα, αδελφοί μου Έλληνες,
θα δώσουμε και το τελευταίο αίμα
απ’ τις δικές μας και τις δικές σας ίδιες φλέβες,
έσχατη θυσία στα νερά του Κιτίου.
Κινύρα, τι λες μέσα απ΄ τα βάθη της Παφίας γης
που σ’ έκρυψαν,
πόσες δικές σου ασπίδες θα χρειαστούμε για τους
πολέμιους που έρχονται;
Πόσες δικές σου ασπίδες και πόσα πιστά κορμιά
να τις ζωστούν;
Ποιός αλήθεια θα φυλάξει τα κεφάλια μας απ΄ τα γεράκια;
Ποιός θα κρατήσει τους αδούλωτους κίονές μας στητούς;
Κάτω από ένα αντίσκηνο
Νοέμβρης 1967.
Με αφορμή την απόφαση της χούντας για αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας.
Στον χαμένο αδελφό
Ένα χρόνο από το θάνατό του
Πληγωμένος Σεβαστιανός
κατεβαίνεις
μήνες τώρα στον ύπνο
την κάθε νύχτα.
Κατεβαίνεις
κι είναι το χαμόγελο
ζωγραφισμένο
στο ματωμένο ακρόχειλο.
Κι είναι η πληγή
πυορροούσα
στο πλατύ στήθος.
Φύλακας Άγγελος,
σκέψη της σκέψης μου,
καθάριος ο λογισμός σου ∙
να μου μιλά για τα όνειρα
που ΄μειναν ξέψυχα
στα κράσπεδα του δρόμου.
Φύλακας Άγγελος
προπορευτής Εσύ
και καβαλάρης Πρώτος,
σκέψη της σκέψης μου
Δεν ξεχνώ
Μου είπαν να σταματήσω επιτέλους,
να σκέφτομαι τα Κατεχόμενα.
Μου ζήτησαν!
Μου είπαν να ξεσκίσω τους τίτλους ιδιοκτησίας
που κουβάλησα με την προσφυγιά στον κόρφο μου.
Να δεχτώ κοντολογής την ταπείνωση.
Σε πείσμα εγώ
τους έδεσα πιο σφιχτά ∙
τους έκαμα φυλαχτό.
Τους έκαμα γκόλφι.
2.9.1976
Αμαθούς
Δεν είναι εδώ Παφιακό ακρογιάλι,
η Αφροδίτη να λούζεται στα νερά.
Εδώ είναι η Αμαθούσια θάλασσα με δυο γλάρους – δύτες
στα χαλάσματα κόσμου χαμένου.
Αυτό το ήρεμο χρυσό κύμα πώς παιχνιδίζει!
Αυτό το ατέλειωτο νεροχάϊδεμα κι ο φλοίσβος
ξυπνά τη μνήμη.
Κι είναι η μνήμη μια Πολιτεία θαμμένη.
Μια ολάκερη Ιστορία παλιά.
Φέρτε χίλιες αξίνες να τη ξεθάψουμε.
Φέρτε χίλια πινέλα και χρώματα
να τη ζωγραφίσουμε έτσι όπως θα ΄ταν:
Όμορφη γαλανή Πολιτεία,
να τη γλύφει το κύμα
κι ο ήλιος ν’ ανοίγει στη θάλασσα της
ποταμό από φως την πάσα μέρα,
την πάσα ώρα.
5.11. 1972
Leave a Reply