ΟΝΕΙΡΑ ΑΜΕΝΗΝΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΡΑ ΚΡΙΣΤΗ ΧΑΡΑΚΗ

Slider
02/12/2014
0 Σχόλια
ΟΝΕΙΡΑ ΑΜΕΝΗΝΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΡΑ ΚΡΙΣΤΗ ΧΑΡΑΚΗ

Oneira_aminina
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΟΝΕΙΡΑ ΑΜΕΝΗΜΑ
του
ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΙΣΤΗ ΧΑΡΑΚΗ, ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ: «ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ»

28 Νοεμβρίου, 2014
(Αίθουσα Πολιτιστικών Εκδηλώσεων της Τράπεζας Κύπρου)

 

Όνειρα Αμενηνά Διαί γαρ τε πύλαι

 

Η ποιητική είναι η δεσπόζουσα τέχνη της τέχνης του λόγου! Συλλαμβάνω την ποίηση να πλησιάζει το φως, όταν αναπτύσσει διάλογο με το εσωτερικό του ανθρώπου. Ακόμη και μέσα από τα πιο σκοτεινά πυκνωμένα σύννεφα, ο Ήλιος βρίσκει διέξοδο να περάσει τα στιχουργικά του φωτόνια και ν’ αγγίζει την καρδιά του ανθρώπου. Κι’ όπως λέει ο ποιητής «είναι και τα σύννεφα πραγματικότητα»

Η λειτουργική δομή της ποίησης, με την ευρεία έννοια που καλύπτει όλο το δημιουργικό φάσμα στις τέχνες και τα γράμματα, συλλαμβάνεται μέσα στις αλληλοδιεισδύσεις του συνόλου του γίγνεσθαι των πραγματικών γνωστικών περιοχών και βιωμάτων της συστημικής ταυτότητας του λόγου ενός ποιητή.

Η ποίηση, όμως, είναι ευρύτερη του αθροίσματος των γνωστικών περιοχών ενός δημιουργού. Στο βάθος της εμπεριέχει το «άγνωστον θείον» του εσωτερικού φιλοσοφικού λόγου του ανθρώπου, που δεν περιορίζεται στην άϋλη διαισθητική ουσία του ποιητή, γιατί λειτουργεί στον χώρο του συνόλου των αισθημάτων μας, και βγαίνει έξω ως πνοή στοχασμού.

Είναι θεμιτό, ο καθένας από εμάς, να δει σε ένα στίχο την ίδια Μορφή, που περιγράφει ο ποιητής. Ένα καράβι με άσπρα πανιά, μια κουνιστή πολυθρόνα από μπαμπού, ένα σπίτι στο λόφο με κόκκινα κεραμίδια, είναι όλα από μια πρώτη άποψη συγκεκριμένες εικόνες, που ερεθίζουν τις αισθήσεις του αναγνώστη. Το αίσθημα του αναγνώστη, υπόκειται στον αντικειμενικό έλεγχο που υπαγορεύει η εικόνα. Ως εδώ είναι ξεκάθαρη υπόθεση. Όταν, όμως, μιλάμε για συναίσθημα σημαίνει κάτι άλλο, ανεξάρτητο από το αντικείμενο, που περιγράφει ο λογοτέχνης ή ζωγραφίζει ο ζωγράφος. Η εμπλοκή των συναισθημάτων, στον χώρο των ψυχικών μας διαθέσεων, συγκροτεί μια «εικόνα» διαφορετική στον καθένα μας. Η εικόνα, στην πηγή του συναισθήματος, δεν ερεθίζει μόνο αισθήσεις ανάμεσα σε ένα κράμα εικόνων, αλλά αντιδρά «χημικά» με «αισθητικές αποβάσεις» στον ξεχωριστό «εσωτερικό κόσμο» μας, που άλλοτε λειτουργούν απολαυστικά κι’ άλλοτε με ψευδαισθήσεις. Μιλάμε για συναισθήματα όπως, για παράδειγμα, ο «φόβος» κι’ η «απέχθεια», που νοιώθει κανείς από τις σύγχρονες εικόνες των τζιχαντιστών να αποκεφαλίζουν αθώους, γιατί ήταν Χριστιανοί η Βουδιστές, η «χαρά», που αισθάνεται ακούγοντας τ’ αηδόνια να τον ξυπνούν στο κάμπινγκ, ανάμεσα στα πεύκα του Τροόδους, το «δέος», που νοιώθει κανείς με σκηνές καταστροφικού σεισμού, όταν χωρίς μοντάζ το μικρό κουτί του σπιτιού μεταφέρει εικόνες ανασφάλειας, και ούτω καθεξής.

Η ποίηση ανοίγει δρόμο στο αίσθημα να μεταποιηθεί σε συναίσθημα. Ίσως, η «οδύσσεια των συναισθημάτων» να ήταν το πιο μεγάλο ταξίδι του ίδιου του Ομήρου πριν γράψει Οδύσσεια. Ως εκ τούτου, χρειάζεται αυτή τη σύνδεση.

Το καράβι του στοχασμού ενός ποιητή διαθέτει πυξίδα «ποιητικού λόγου». και προχωρεί στον αναγνώστη. Η ποίηση μόνο «εν πλω», χωρίς ελλιμενισμό, γίνεται ποιητική στον αναγνώστη. Ο διάλογος, από τα συναισθήματα του ποιητή με το συναίσθημα του αναγνώστη, περνά μέσα από οδυσσειακές φουρτούνες, γιατί η «Ιθάκη» δεν είναι η ίδια στη συνείδηση του καθενός μας. Το ζήτημα είναι να υπάρχει «δομική σύζευξη» στις συνειδήσεις, να αναζητηθεί «Ιθάκη»! Ίσως αυτή η αναζήτηση, μέσα από ένα ταξίδι στην εσωτερική ποιητική των «Συμπληγάδων», των «Κυκλώπων» και των «Λωτοφάγων», να μας αποκαλύψει τον δρόμο, από τη «σιωπηλή ελπίδα» στην ασύμπτωτη ομοίωση με τη «θεία υπερουσία».

Η ποιητική του εσωτερικού λόγου είναι η αέναος πηγή αειφορίας ενεργοποιημένου πολιτισμού. Το πνευματώδες φως του ποιητικού λόγου γίνεται πολιτισμός, όταν, φύσει και θέσει, επιτυγχάνει τη γένεση και αναπαραγωγή αξιών!

Η αυτοποιητική κριτική ποίηση, δεν συλλαμβάνεται τυχαία μέσα από μη αντιληπτά των αισθήσεων «αστρικά περπατήματα» μιας περιχαρακωμένης σκέψης, αλλά από ανοικτούς συνειρμούς στ’ αχνάρια της ψυχής μας, στη φύση του κόσμου των πραγματικών ανθρώπινων συναισθημάτων μας. Και, ο «πολιτισμός», στη σχέση του με τον «ποιητικό λόγο», είναι μια αυτοποιητική διαδικασία αυτοπαραγωγής του «πνεύματος του πολιτισμού» στο είναι μας. Όταν η ποίηση εσωτερικεύεται ως ποιητική, ο λόγος γίνεται «γενεσιουργός μήτρα» των ανθρωπίνων αξιών!

– Αυτή είναι η αξία του ποιητικού λόγου στη σχέση της ποίησης με τον πολιτισμό!

Ο ποιητής είναι πηγή χειραφετητικής έμπνευσης!

Το ποίημα η ευψυχία του!

Και, η αυτοποίηση (το αυτό + ποιώ) ο συνδεσμικός κρίκος διαδικασίας, όχι μόνο του «ποιητή με το ποίημα», του «τραγουδιστή με το τραγούδι», του «ζωγράφου με τον πίνακα», αλλά και του «πολιτισμού με τον πολιτισμό»!

Το «πνεύμα του πολιτισμού» από και προς τον ποιητή, αποτελεί “εκκινητήρα” κινούμενης ποίησης, και η ποίηση “εκκινητήρα” κινούμενου πολιτισμού. Αυτές οι διπλές και πολλαπλές κινήσεις είναι το πιο συναρπαστικό στοιχείο της εν ενεργεία αυτοπαραγωγής αξιών, γιατί πραγματοποιούν την ελεύθερη έμπνευση του πνεύματος από και προς τον πολιτισμό. Ο ποιητής που διαθέτει το «άγνωστον θείον», ταξιδεύει ελεύθερα στον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Αισχύλο, τον Ευριπίδη, τον Σοφοκλή και τον Αριστοφάνη, και ανοίγει διάλογο με τους σοφούς, τους σοφιστές, τους γεωμέτρες, τους μαθηματικούς και τους φυσιολάτρες! Το πνεύμα δεν είναι ακίνητο χωρίς φιλοσοφικά ερωτήματα «σπερματικού λόγου», ούτε υποτάσσεται εντός των κανόνων ενός ενιαίου με την ύλη χρόνου προ Χριστού, ή μετά Χριστό. Η διάσταση του χρόνου στην ποιητική εμφανίζεται ταυτόχρονα, με συγχρονικό νόημα, μόνον ως διαφορά του κινούμενου «Πριν» από το κινούμενο «Μετά», κάθε φορά που χρειάζεται μια απάντηση στο ερώτημα: «πνευματικό γίγνεσθαι» .

 

** ε **

 

Φίλες και φίλοι,

Ποιητής – κριτική λογοτεχνία –ποιητικές συλλογές – ποιητική βράβευση – ποιητική επικοινωνία – φυσιολατρική ποίηση – ποιητική έρευνα – ποιητική παιδαγωγία: όλα αυτά, αλλά και άλλα είναι συστατικά της ακτινοβολούσας όψης του Ανδρέα Χατζηχαμπή στις τρεις ποιητικές συλλογές του.

Με αίσθημα ευθύνης προς τον ποιητή, αλλά και προς τον πολιτισμό της πόλης μας, παρουσιάζουμε σήμερα την Τρίτη του Ποιητική Συλλογή. Το βιβλίο: «Όνειρα Αμενηνά», μαζί με τις δύο προηγούμενες συλλογές: το «Απ’ τ’ αλωνάκι της σιγής» (2002), και το «Στην Ακτή των ποιητών» (2008), συμπληρώνει μια τριλογία. Είναι, όμως, και το καθένα μια ποιητική ολότητα από μόνη της. Κι’ ως ένα ποιητικό ολοκλήρωμα, το «Όνειρα Αμενηνά», παρουσιάζεται ταξιδεύοντας με τον ποιητή.

Και, κατά συνέπεια, διαβάζεται πετώντας, σαν ένα ταξίδι, στην “Ιθάκη των μουσών”. Το ποιήματα είναι μια ενότητα με φτερούγες φιλοσοφικών οραμάτων. Ο δραματικός ρυθμός του Ίκαρου σε μια προσπάθεια για πέταγμα, με κέρινα φτερά πάνω, από τη θάλασσα, εξασφάλισε τη μελλούμενη μυθολογική αρμονία των κυμάτων του αρχιπελάγους. Κι’ ο φαντασμαγορικός κήπος της μυθολογίας, απ’ όπου δανείζεται λουλούδια σε πολλά από τα ποιήματά του ο Αντρέας Χατζηχαμής, άλλοτε απαγγέλλεται πετώντας με δαιδαλώδεις φτερούγες, κι’ άλλοτε με στοχασμούς, για μελλούμενες αρμονίες. Η ποίηση του Χατζηχαμπή, θα δούμε, πώς μέσα από το «πνευματικό γίγνεσθαι», μεταφέρει τη φαντασία στο αμφίπλευρο πέταγμα πάνω από τις θάλασσες, διά μέσου των «φιλοσοφικών ανέμων» και «κυμάτων», στον δρόμο της υπαρκτής συνείδησής μας.

Σε αυτό το ταξίδι του ποιητή, κυρίαρχο στοιχείο είναι η συναίσθηση της πραγματικότητας, που ποιητικά επιδρά στη συνείδησή μας, στο σώμα και το πνεύμα μας. Όμως, μπροστά ακόμη και σε κάποιες υπερρεαλιστικές εικόνες στίχων του Χατζηχαμπή είναι η αφαίρεση στην ποιητική του, που αποκαλύπτει «τραγουδιστή» και «τραγούδι», ως ρέουσα πηγή εξερευνητικών ιδεών – όπου ποιητής και ποίημα ποτίζουν την περιπέτεια της διψασμένης δικής μας νοητικής εξερεύνησης.

Ο αρχαιοπρεπής τίτλος της νέας συλλογής δίνει τα πρώτα ερεθίσματα από την ποιητική διαλεκτική του γενάρχη των ποιητών. Και, αντί όποιου προλόγου ή εισαγωγής, ο ποιητής, επιλέγει «ενέργεια»!

– Την ενέργεια, που εκπέμπει το αμφίπλευρο «πέταγμα» της Πηνελόπης, που περιγράφει η Οδύσσεια [τ’ 562], «Δοιαὶ γάρ τε πύλαι ἀμενηνῶν εἰσὶν ὀνείρων» – όπου αποδίδεται στην προμετωπίδα του βιβλίου του, με τη λογοτεχνική μετάφραση των Καζαντζάκη και Κακριδή, «Τα ονείρατα τ᾿ αγεροφάνταχτα διπλές τις πόρτες έχουν»

– Την ενέργεια που o “ψυχοπομπός” Ερμής, οδηγεί τις ψυχές των μνηστήρων από τη «Λευκή Πέτρα», τις «πύλες του Ήλιου» και τον «Δήμο των ονείρων», που συναντούν οι ψυχές στο ταξίδι ενός οράματος για τη μακάρια οδό στον Άδη, όπου θα συναντήσουν ψυχές ηρώων του Τρωικού πολέμου, «[..] ἠδὲ παρ᾽ Ἠελίοιο πύλας καὶ δῆμον Ὀνείρων ἤισαν […]», [Οδύσσεια, ω΄ 13].

Η «παρά δῆμον [ομηρικών] Ὀνείρων» ενέργεια, Οδύσσεια, ω΄ 11-13, ασκεί στον ποιητή έλξη• γράφει υπερρεαλιστικούς στίχους, που λειτουργούν κατά ένα παράδοξο τρόπο με αφαίρεση. Δανείζεται την έμπνευση του γενάρχη της επικής εποχής «περί ονείρου» και μετατρέπει, στον «σκληρό του δίσκο», το όνειρο σε όραμα και δημιουργικό οραματισμό.
– Ας δούμε οκτώ εισαγωγικούς στίχους από την πορεία – θα έλεγα – των ψυχών, της τελευταίας ραψωδίας της Οδύσσειας, σε μετάφραση του λόγιου Ιάκωβου Πολυλά, που εμφανώς άσκησαν την έλξη στον Χατζηχαμπή – στίχοι που είχαν και ιδιαίτερη έλξη και σε ποιητές, όπως ο Κάλβος και ο Σεφέρης, αλλά και σε πεζογράφους, όπως ο Χειμώνας ∙

«Και των μνηστήρων τες ψυχές σιμά του προσκαλούσε
ο Ερμής Κυλλήνιος ∙ χρυσό ραβδί κρατούσε ωραίο.
μ’ εκείνο ανθρώπου βλέφαρα γλυκά ‘ς τον ύπνο κλίνει,
οπόταν θελ’, η κ΄ έξαφνα κοιμώμενον εγείρει
[Οδύσσεια ω 1-4]

 

Ψηφιδωτό Αμφίπολης

 

[…]
Τα ρείθρα του Ωκεανού, την πέτρα την Λευκάδα,
τες πύλες του Ηλίου και την χώρα των ονείρων,
πέρασαν, κ’ έφθασαν γοργά ‘ς τ’ ασφοδελό λειβάδι,
όπου οι ψυχές εγκατοικούν, σκιές αναπαυμένων».
[Οδύσσεια ω 11-14]

Η διαλεκτική ποιητική μπαίνει με ενσυναίσθηση στη ψυχή των «σφαγμένων από τον αετό χήνες», και η αφαιρετική συναίσθηση δίνει στην ποίηση μια υπερρεαλιστική ψαλμική φωνή στους μνηστήρες-ψυχές ∙ και, την ίδια στιγμή που ταξιδεύουν μέσα από το ρέμα του Ωκεανού, που – όπως πίστευαν οι αρχαίοι – περιέκλειε τα γήινα, ανανεώνεται το όραμα του φυσικού ωραίου και των αισθητικών συγκινήσεων.

Η αλληλοπεριχώρηση ποίησης και διαλεκτικής ομηρικής ποιητικής αφήνει τον αναγνώστη αφενός να απολαύσει ελεύθερα το ανάστημα της συστημικής απειρότητας της ελληνικής γραμματείας, και αφετέρου να ανοίξει ένα διάλογο ελπίδας ποιητή-αναγνώστη «προ των ομηρικών πυλών του Ήλιου». Στην ποιητική του Χατζηχαμπή περιγράφεται η «έξις» της αρετής των θεοτήτων του Ομήρου, αλλά και οι στοχασμοί μιας ελπίδας, που σε αυτό το ταξίδι περιορίζεται παίζοντας «κρυφτούλι» «στ᾽ Ασφοδελό Λιβάδι», όπου ήδη κατοικούν οι ψυχές.

«Λοφίσκοι μυστηρίου
κατάφυτοι ανθισμένης έμπνευσης
οριοθετούσαν το παραλίμνιο έαρ,
στις πλαγιές τα σπίτια των αιώνων
σπίτωσαν τη στιγμιαία ευτυχία
και στη μέση τους
αχειροποίητος ναός σταυρωειδής
ψάλλει τον όρθο της ζωής

[…]

Μυριοπτέρυγα όνειρα φτεροκοπούν
πάνω απ’ το κεφαλόβρυσο της ελπίδας»•

Στη συστημική οντότητα του ποιήματος αυτού, το φύσει ηθικά και πνευματικά ωραίο υπερκαλύπτει το καλλιτεχνικά ωραίο, τραντάζοντας μέσα μας ένα ολόκληρο δάσος μυστηρίου από «ελπίδες». Στην προκειμένη περίπτωση συλλαμβάνεται η «ελπίς», με την έννοια ενός υψηλού σε φύση «εσωτερικής απειρότητας» στοχασμού, που φανερώνει το πνεύμα σαν μια διαχρονικά ελεύθερη αντανάκλαση της φιλοσοφικής διανόησης ενός αρχέγονου ονείρου. Η «ελπίς» από τον «όρθο ζωής» των ψυχών της ομηρικής εποχής, θερμαίνει την ελεύθερη δέσμευσή μας για το Είναι, στο «Πάσχα των αγιασμένων νερών» του δικού μας Κεφαλόβρυσου, που στέρεψε στην Κυθραία και τον Πενταδάκτυλο• και,

καταλήγει ο ποιητής, σε τρεις τελευταίους στίχους:

«Όλα λουσμένα
στο άκτιστο φως του ασύλληπτου.
Δήμος Ονείρων»

– όπου, η συνθετότητα της γραφής του, διαπερνά – ως εν κατόπτρω – το ποιητικό μυστήριο του κάλλους της ποίησης, για να μορφώσει νέες συνεκτικές δομές και να δημιουργήσει πολιτισμό και νέες «προκλήσεις» αναζητήσεων στον αναγνώστη.

Μήπως το κάλλος της Αμφίπολης, εκεί στον μέγιστο Τύμβο των Ψυχών, όπου – όπως λέει ο ποιητής – «Όλα λουσμένα στο άκτιστο φως του ασύλληπτου», ρίχνει ποιητικό φως στο μυστήριο της Μακεδονικής Εποχής;

Μήπως το κλέος του αθάνατου Αλέξανδρου βρήκε το «Ασφοδελό Λιβάδι», που κοιμάται ο Αχιλλέας, με τον Ηφαιστίωνα και τον Πάτροκλο, για να μεταφέρει, μαζί με τη δική του Ψυχή, και όλες τις ψυχές των νεκρών Μακεδόνων;

Ιδού κάποια ερωτήματα μπροστά σε στίχους και ψηφιδωτό, με τον «Κυλλήνιο Ερμή» να ηγείται ως «πομπός» την πορεία. Μπορεί η εικόνα να συνθέτει μύθους, ως μια «ποιητική υπόθεση», ακόμη και εκτός του περιεχομένου της συγκεκριμένης ποιητικής συλλογής. Για άλλους, μπορεί να είναι ένα «ρητορικό σχήμα», μπροστά σε ένα τύμβο των απροσδιόριστων μυστηρίων. Όμως, δεν παύει να υπάρχει η πραγματικότητα των μύθων, που γεννούν ερωτήματα, όπως και η δυνατότητα αναγωγής της ποιητικής σε μια οντολογική θεώρηση, για ένα τεράστιο κενοτάφιο, που φιλοξενεί τις ψυχές των πεσόντων Ελλήνων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ποιητική σκέψη – άσχετα ορθού ή λάθους – διαπερνά μέσα από τον ποιητικό λόγο του «ταξιδευτή στον χρόνο ποιητή», σε αυτοπραγμάτωση μιας υπεροχής στην ομοίωση εικόνων και στίχων με το αρχαίο πνεύμα υπερουσίας.

– Η ουσία της ποίησης είναι, έτσι, σε τελική ανάλυση, η ενεργοποίηση της ποιητικότητας του πολιτισμού μας, που προκαλεί κίνηση στην σκέψη και δίνει μάτια στην καρδιά του εσωτερικού μας πολιτισμού.

 

* * ε * *

– Σε μια δεύτερη προμετωπίδα του βιβλίου είναι γραμμένη η ενεργός σκέψη του αθάνατου Ελύτη. Μάς μεταφέρνει ο ποιητής – πριν ακόμα διαβάσουμε Χατζηχαμπή – στη δυναμική της σχέσης της ενεργοποίησης της φαντασίας, με το ζωντανό πεδίο δράσης ενός ποιητή, «Ο ποιητής, γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης στο “Συν τοις άλλοις”, είναι στο βάθος πιο ρεαλιστής απ’ όλους αυτούς που τον φαντάζονται στα σύννεφα. Μόνο που ξέρει ότι και τα σύννεφα κι’ αυτά είναι μια πραγματικότητα, για τους άλλους εσαεί απλησίαστη».

Ο Αντρέας Χατζηχαμπής, με το «Όνειρα Αμενηνά», βάζει τη φαντασία στον δρόμο της ανθρωποκεντρικής του πραγματικότητας. Δανείζεται τον ποιητικό ανθό-πνουν του Ομήρου – όπου η πιστή Πηνελόπη βρίσκεται σε ποιητικό διάλογο με τον Αητό του άνευ μένους ονείρου της. Και, γράφει στίχους εν συγχρονία του «Πριν» με το όραμα του «Μετά», πλησιάζοντας την πραγματικότητα της φύσης του ανθρώπου, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτό, γιατί δίνει «ψαλμό ευκαιρίας», για να μεταβληθεί το ασυνείδητο μας σε συνειδητό. Φέρνει στο συνειδητό εικόνες από το «γαληνό κατάφωτο μάτι [του τυφλού Ομήρου]», που όπως υμνολογεί ο Καζαντζάκης είναι «σαν τον δίσκο του ήλιου, που φωτίζει με απολυτρωτικιά λάμψη τα πάντα»!

Η έμπνευση του Ομήρου είναι για τον ποιητή η αρχική «πρόκληση» στη νέα του ποιητική συλλογή. Έχει εμβάσει το δραματικό πνεύμα της επικής εποχής στη διαδικασία της επαγωγικής αυτοποίησης, δίνοντάς μας μια δέσμη σύγχρονης ποίησης, που αναζητεί την ουσία του όντος. Ο ποιητής ασχολείται με ανθρωπολογικά και βιολογικά θέματα, ενεργοποιώντας «τα εσωτερικά μας προγονικά τραντάγματα» με «υπερ-ρεαλιστικές» εικόνες «χρόνου», «δισταγμών», «μοναχικότητας», «σθένους», «όρθρου», «ελπίδας», «επιθυμίας», «δεήσεων» και «παγιδευμένων ονείρων και οραμάτων». Οι στίχοι του, ενεργοποιούν τη δική μας εσωτερική terra incognita, το εσωτερικό μας περιβάλλον, την «άγνωστη προσωπική γη-μας», τα δικά μας «αμένεα ονείρατα».

«Στη ζωή μου οι πιο μεγάλοι ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα», γράφει ο Καζαντάκης στο «Αναφορά στον Γκρέκο», Κεφάλαιο ΚΘ «ο Ζορπάς». Στην ποίηση του Ανδρέα Χατζηχαμπή ταυτίζονται αυτοί οι δύο «ευεργέτες»!

– Αν διαβάσουμε τον Χατζηχαμπή εστιάζοντας αποκλειστικά στίχους με κάλλος φανταστικών ιδεατών «κήπων» και «χρωμάτων», σας διαβεβαιώνω ότι αποτύχαμε να ανακαλύψουμε το συστημικό γνώρισμα των οραμάτων του. Θα είμαστε μάλιστα πολύ πιο μακριά από τον πολιτισμό της ποίησής του, αν δεν χτίσουμε δικά μας οράματα. Η ποίησή του είναι μια πνευματική στροφή στο ουσιώδες. Δεν δεσμεύει τον στοχασμό στον «ακίνητο» χρόνο μιας εποχής, ούτε σε ένα ενιαίο για όλα χρόνο, αλλά θερμαίνει τη σκέψη σε ένα αρθρωτό φιλοσοφικό χρόνο, που προσδιορίζεται συστημικά από τον συγχρωτισμό των καλλιτεχνικών ρευμάτων, ανάλογα με την απάντηση στα ερωτήματα: Χρόνος, Αυτοποίηση

Οι στίχοι του είναι «ανοικτά συστήματα» ενέργειας, και «κλειστά» στα επουσιώδη παραληρήματα του «ωραιοποιουμένου λόγου». Η ποίηση του εξωτερικεύει ενεργοποιημένο κριτικό ανήσυχο πνεύμα στοχαστή, που αναζητεί την εν ενεργεία ύπαρξή μας. Οι Μορφές υπάρχουν σε στίχους, είναι, όμως, φύσει και θέσει ενεργοποιημένες σε ένα προ-αφαιρετικό «Τοπολογικό Σύμπλεγμα Χρόνου και καλλιτεχνικών ρευμάτων», που η ενέργεια τις μετατρέπει σε συναισθήματα.

Οι ζωντανές εικόνες, «αφρός της θάλασσας», «ηλιαχτίδα», «ουρανός», «σπίτια και λοφίσκοι», «πολυθρόνα», «ψηφίδες», «ηλιοβασίλεμα», σωσίβιο», «ξένη βάρκα» και οι τόσες άλλες «Μορφές», στα τριάντα πέντε ποιήματά του, είναι λέξεις στίχων, που συλλαμβάνονται στη φιλοσοφική τους αφαίρεση ως διαδράσεις στίχων, με άλλους στίχους, άλλων εποχών και ταυτόχρονα στο ποιητικό σύμπλεγμα του Τώρα – όχι ως ωραιοποιημένες μορφές, αλλά ως πνευματική και ηθική ομορφιά. Αυτή η αφαιρετική ικανότητα του ποιητή καταδεικνύει και την αρχιτεκτονική της ποίησής του.

Οι αφαιρέσεις του Χατζηχαμπή επιτρέπουν τα ανοίγματα που ενεργοποιούν τη συνείδηση, με ή χωρίς την ανάγκη να υπάρχει ως φορέας η εικόνα ενός συγκεκριμένου υποκειμένου. Ο ποιητής διαθέτει τη γλωσσική και παιδαγωγική συνέπεια, που δίνει φωνή και αναπαράγει «θάρσος» στη συνείδηση, από την υπάρχουσα σιωπηλή συνείδηση του «Κάποτε» των εξορισμένων, όπως τα ονομάζει ο ποιητής, τα οράματά του.

«Κάποτε δεν είναι παρά
μια βουτιά στο υπερούσιο φως,
μια λάμψη διαρκείας
μέσα στο σκοτάδι μιας αδυσώπητης σκλαβιάς.

Κάποτε …
Κάποτε…
Κάποτε…

[…]

Καράβια όνειρα!
Εμπνεύσεις της ζωής!
Θαύματα ιδεών!
Λευκά πανιά στου γλαυκού
το πανώριο ταξίδι,
Ελάτε πάρετέ μας…»

Ο ποιητής αναζητεί δημότες στα «Όλα» της ποίησης του. Ποίηση που δημιουργεί «δημότες», συντελεί στην ανάπτυξη της εν δυνάμει λειτουργικής αφαίρεσης του ανθρώπινου νου, και ενεργοποιεί την αυτογνωσία στη «Λίστα του Πρέπει» ∙

– νοιώστε ένα απόσπασμα από αυτή τη «Λίστα», που χειραφετεί το ανθρώπινο συναίσθημα:

Του πρέπει, που
«θα κοιτάξει στα μάτια τον διπλανό του»,

Του πρέπει, που
«θα κοιτάξει τ’ αστέρια,
θα κοιτάξει τα χρώματα των λουλουδιών»

Του πρέπει, που
Θα ονειρευτεί

Του πρέπει, που
Θα αρχίσει να ζει…»

Η αφαίρεση διαπιστώνεται σχεδόν σε όλα τα ποιήματα του, αφενός ως άδηλη πηγή της ευαισθητοποίησής του, και αφετέρου ως μια εμφανής «τροπικότητα», που ο συγκεκριμένος ποιητής ευαισθητοποιεί την έμφυτη κριτική σκέψη του αναγνώστη, με το φιλοσοφικό κάλλιστο. Για να αποφευχθεί οποιαδήποτε παρεξήγηση οντολογικής φύσεως, «Δημότη της ποίησης» ονομάζω το στοχαστικό σύστημα ευαισθητοποίησης, που αυτοπαράγεται από τα «ρίχτερ» της δυναμικής των ανησυχιών ενός ποιητή και διακρίνεται ως ενέργεια στο εσωτερικό περιβάλλον του αναγνώστη και όχι ως κάποιο υπερβατικό Υποκείμενο, όπως θα οριζόταν από την οντολογία.

Δημότης της ποίησης του Ανδρέα Χατζηχαμπή, δεν είναι εκείνος που διαβάζει ένα ποίημα «Στο Γιαλό» και εστιάζεται στον «γιαλό», τη «βαρκούλα», το «καράβι με το κύμα, που δέρνει την πλώρη», ή το «φεγγάρι που φωτίζει το λιμάνι, ενώ την ίδια στιγμή το ίδιο φεγγάρι τραβάει άμπωτη», αλλά είναι ο άλλος, αυτός με τα ερωτήματα ανησυχίας ή ελπίδας, για το κατοικητήριον του πνεύματος, της ψυχής∙

«Τι αλλάζει;
[…]
– αν αυξάνεται η εμπόλεμη ζώνη…

Τι θα μείνει;

[…]
– αν όλα γίνουν κομμάτια

Τι να τα κάνουν;

[…]

«Λες να υπάρχει το ενδιαίτημα της ψυχής»;
Μου το ‘πε η Άνοιξη,
Το Ανέσπερο Φως»

Χωρίς νεο-μεταφυσικούς ρυθμούς αποκαλύπτεται το “debate” της ποίησης, όπου ο ένας θα ‘λεγε: «Υπάρχει», κι’ ο άλλος θα αμφισβητούσε τη μαρτυρία της Άνοιξης, και ακόμη θα αμφισβητούσε το «Ανέσπερο Φως», και τη μαρτυρία της οπτικής συχνότητας στους κτύπους της καρδιάς του.

Με «ανθρωπομορφική ενέργεια» αποκτά φωνή η Άνοιξη στη συνείδηση, και όραση ο Ήλιος στην καρδιά. Στον άυλο εσωτερικό μας κόσμο κτίζεται από αυτά το «ζωντανό ενδιαίτημα της Ψυχής», το «κατοικητήριο του πνεύματος», μέσα στο λιβάδι του συνειδητού περιβάλλοντός μας.

Οι ποιητές μετρούν με στίχους ακόμη και τα «ρίχτερ» των δονήσεων αυτού του ποιητικού συμπλέγματος, η ποίηση είναι το διαφορικό εγχείρημα, που παράγει ήχο και φως στη συνείδηση, και η αυτοποίηση το ολοκλήρωμα, που δίνει φωνή και φως στην ψυχή της εσωτερικής μας ποιητικότητας.

Το ζωτικό γνώρισμα, σε ορισμένα ποιήματα του Ανδρέα Χατζηχαμπή εστιάζεται σε τέτοιες ανησυχίες• πλησιάζει – θα έλεγα – αυτό που ο Αριστοτέλης θα ονόμαζε το «δυνάμει ον».

– Κατάφερε ο ποιητής να μας φέρει πιο κοντά στη ζωή, το εὖ ζῆν της αριστοτελικής «ενδελέχειας», αγγίζοντας ως ανθρωπιά την εσωτερική μας ποιητικότητα;

Αφήνω, όμως, αυτό το Ερώτημα στον αναγνώστη, για να σας μεταφέρω σε κάποιες πρόσφατες εμπειρίες. Θα τις μοιραστώ μαζί σας, για να γίνει κατανοητό και ένα ερώτημα-κλειδί, που απασχολεί κάθε συγγραφέα: «Κτίζονται «δομικές γέφυρες» ποιητή με την εσωτερική ποιητικότητα του αναγνώστη»;

Γιατί, χωρίς αυτές τις αλληλοδιεισδύσεις και κατασκευές, δεν αποκτά νόημα η ποίηση. Ίσως, από αυτό το τοπολογικό σύμπλεγμα των νοερών δρόμων επικοινωνίας ποιητή-αναγνώστη, να διαφανεί και ο σκοπός της ποίησης.

 

* * ε * *

Φίλες και Φίλοι,

– Ο άνθρωπος, ακόμη κι’ αν δεν γράφει ποίηση, είναι ο ποιητής των αισθημάτων του. Μέσα σε κάθε ανθρώπινο ον υπάρχει μια άγνωστη εν δυνάμει ποιητικότητα, που σαν βρει δρόμο διαλόγου με την ποίηση αναδύεται έμφυτος νατουραλισμός στην ανθρώπινη σκέψη ∙ νατουραλισμός, που φέρνει άνοιξη ανάλογη με εκείνη που εμφανίστηκε από τον Θαλή ως τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, και στην πρώτη φάση της Αναγέννησης – όπου τα λουλούδια της σκέψης ανθούσαν ποιητικό “ουμανισμό”.

Η στοχαστική ποίηση του Αντρέα Χατζηχαμπή χρησιμοποιεί τη φαντασία και το όραμα, αφήνοντας την αφαίρεση να διεισδύει με διαλεκτικές δονήσεις, στην πραγματικότητα της ζωής μας. Δανείζεται από τον Ηράκλειτο εργαλεία και δίνει αρμονία αντιθέσεων στην ποίησή του, πλησιάζοντας τον ασύμπτωτο άξονα της πραγματικότητας των αισθημάτων μας. Με αυτό το γνώρισμα η ποιητική του κινείται μέσα σε ένα Ωκεανό λειτουργικής πραγματικότητας των πολλών «προκλήσεων» του «Τώρα», των κινούμενων νερών, και των διαφορετικών ηρακλειτικών ταχυτήτων και παλίντονων ήχων, που αναπτύσσουν την αυτοποίηση της ποιητικότητας του εαυτού μας.

– Και, όταν το «αυτό + ποιώ» ανακαλύπτει την «ποιητικότητα» του, στον διάλογο του «Εγώ» με τα αισθήματα, ακόμη και η χωρίς στίχους εσωτερική ποίηση πάλλεται με «Δελφικά Παραγγέλματα». Μεταφέρνεται το «ενεργεία ον» στο είναι μας, βιώνοντας τις τεντωμένες χορδές της καρδίας από την προέκτασή μας με τη φύση, βιώνοντας το ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ! Την ποιητικότητα μας!

Αυτή η εν παλινδρομία εικόνα στον ποιητικό λόγο, προσωποποιεί τη σκέψη, μεταφέροντας την αρμονία παλίντονων στίχων μέσα στις χορδές της terra icognita των δικών μας ανησυχιών, και είναι τότε που «βγάζουμε ήχους» και «κινούμε βέλη», γιατί η εσωτερική ποιητικότητα του ανθρώπου είναι γεννήτρα ποίησης.

Η ποίηση του φίλου Ανδρέα Χατζηχαμπή πλησιάζει μια Μορφή στοχαστικής πραγματικότητας, που ανιχνεύει τον δρόμο προς πληρότητα, είναι ένα «τραπέζωμα “δελφικών προβληματισμών” επί τραπέζης», που δίνει τροφή στις αλυσιδωτές αντιδράσεις των αισθημάτων μας. Ο στίχος του, σαν βέλος, διαπερνά όλες στην σειρά – και τις «δώδεκα αξίνες» του Οδυσσέα – και με τριάντα πέντε ποιήματα, μεταφέρει το όνειρο «δυνητικοποίησης της πραγματικότητας» και γεννά οράματα «πραγματοποίησης της δυνητικότητας των αισθημάτων».

** ε **

Το «Μια στιγμή που ονειρεύεται», είναι το πρώτο ποίημα της συλλογής, στη σελίδα 11, γραμμένο στη Λεμεσό.

– Το «Μια στιγμή που ονειρεύεται», ξεκινά με την «ελευθερία του ονείρου»,
στο ποιητικό του ερώτημα:

«Τι να ονειρεύεται εκείνη η στιγμή
αφημένη στην κουνιστή πολυθρόνα; […]»

– Ο ποιητής προσωποποιεί τον Χρόνο
– Ο «χρόνος-Μορφή» μπαίνει στη Μορφή μιας «γιαγιάς»
– Ο Χρόνος καθηλώνει τη γιαγιά στην πολυθρόνα.

Αυτό είναι μια πραγματική εικόνα που βγαίνει με απλή λογική.

– Δεν καταφέρνει όμως, ο «ανελέητος», να εκτοπίσει το όνειρο, που ανοίγει την ελεφάντινη πόρτα στον δρόμο της ανάμνησης.

Ποια πόρτα ανοίγει τον πραγματικό δρόμο σε αυτή τη «συγχρονικότητα της ασυγχρονίας» του προσωποποιημένου Χρόνου;

– Η Μορφή του Χρόνου βρίσκεται ήδη στη Μορφή της «γιαγιάς», με την κουνιστή πολυθρόνα, ο συσχετισμός με το όνειρο, που βάζει τη μια Μορφή μέσα στην άλλη, δίνει τη διαφορά του Πριν από το Μετά, όλα στο Τώρα!

Ποιο όνειρο είναι απατηλό;

το,
«[…] Ο αφρός της θάλασσας που κρυφομίλησε στην άμμο (;)»

«Η ηλιαχτίδα που λούστηκε στο κελαρυστό ρυάκι (;)»

«Το βλέμμα που λόγχισε την καρδιά ενός σεραφείμ (;)»

ή

«Ο ανελεήμονας Χρόνος» που έμαθε να διατάζει (;)

Οι στίχοι μεταφέρουν την ποίηση στην ποιητική!

«Εκεί θα μείνεις
Στην κουνιστή σου την καρέκλα
μια ανάμνηση … (!)»

– «[…] Μια ανάμνηση (;)» – ρωτά η εσωτερική μου ποιητικότητα.

Η κεράτινη πόρτα είναι η πραγματική;
Ή, η ελεφάντινη, που είναι πιο κοντά με τον φόντο της ανάμνησης;

Η Στιγμή, σε στιγμιαία πάλη, νικά τον ανελεήμονα χρόνο! Ακόμη και η αιχμάλωτη στην πραγματικότητα μιας πολυθρόνας, ελευθερώνεται με το όνειρό της, δεν δέχεται την εξαφάνιση της πραγματικότητας μιας ζωής. Η δυνητικοποίηση γίνεται επικοινωνία της Στιγμής στην ποιητική του Χατζηχαμπή. Η αναφορά μου στο «ποιητική», αντί «ποίηση», σε ορισμένα χωρία υποδηλώνει διαλεκτική σκέψη, που συλλαμβάνεται στην ποίηση του ποιητή – όπου εμφανώς ή σε λανθάνουσα κατάσταση δημιουργούσε, αναπτύσσοντας ο ίδιος διάλογο με τον Χρόνο.

Το «όνειρο στιγμής», «επανεισάγει» στη φαντασία την πραγματικότητα μιας ζωής του Πριν, ανοίγοντας την ελεφάντινη πόρτα της ανθρωποποιημένης Στιγμής – όπου διαπιστώνεται η ενσυναίσθηση στην ποιητική διανόηση του ποιητή: ο στίχος μπαίνει μέσα στη στοχαστική Μορφή μιας «γιαγιάς», που θεοποιεί τη Στιγμή, κι’ ο ποιητής ζει μαζί της το Τότε, διά μέσου της συν-αρθρωτής αλυσιδωτής αντίδρασης του Τώρα.

«Όνειρο» και «Στιγμή» υπάρχει πάντα στον άνθρωπο, ακόμη κι αν είμαστε «αφημένοι» και μόνιμα «σε κουνιστή πολυθρόνα», ακόμη και αν και δεν ανιχνεύσαμε την πάλη, που γίνεται μέσα στην «άγνωστη γης μας», ένα μόνο εκατοστό πίσω από το μέτωπό μας.

Ο ποιητής, με το «Όνειρα Αμενηνά», ξεδιπλώνει ποιητικές τοπολογικές συναρτήσεις, από την φαντασία και από την πραγματικότητα, που αφυπνίζουν τις ανησυχίες των αισθημάτων μας. Μάς περνά μέσα από τα σύννεφα της διπλής ενδεχομενικότητας των αισθημάτων, ανοίγοντας τον δρόμο στο «Δελφικό Ε» προς την υπαρκτή μας πραγματικότητα.

 

Φίλες και Φίλοι,

Ήμουνα με το ξεκίνημα του Νοέμβρη στην Αθήνα. Είχα μαζί μου και το βιβλίο «Όνειρα Αμενηνά», για να το διαβάσω. Ξεκίνησα με το πιο πάνω ποίημα, το «Μια στιγμή που ονειρεύεται».

– Ξεκινήσαμε και με καλοκαιρινή υπόσχεση, και ξαφνικά το ψύχος άρχισε να τσούζει. Βρέθηκα, έτσι, με βιαστικό το βήμα στην οδό Σιβιτανιδείου, σχεδόν έτρεχα, για να φτάσω πριν να κλείσει το supermarket. Ήθελα αλάτι, ψωμί και δυο θερμοφόρες. Τα καλοριφέρ ήτανε νεκρωμένα, χωρίς πετρέλαιο στη μικρή πολυκατοικία της Καλλιθέας. Η κρίση επηρέασε. Τα έντεκα νοικοκυριά της πολυκατοικίας οικονομήθηκαν χωρίς τη θέρμανση. Η πλειοψηφία σεβαστή, αφού έδινε προτεραιότητα στον επιούσιο.

Εκεί στο πεζοδρόμιο στεκόταν ένας νέος, τον έβλεπα με τη χλομάδα του πιο μελαχρινό από ό,τι ήτανε. Ίσως, να ήταν μικρότερος από τον μικρότερο μου γιο. Με κοίταξε, με ένα βλέμμα που ξεχώρισα την καστανή διαπεραστική ματιά μιας «ικεσίας».

Τον κοίταξα. Και, απομακρύνθηκα, με μεγαλύτερη γρηγοράδα βηματισμών. Κι’ όμως, το κοίταγμά του, ασταμάτητα με συνόδευε σαν έτρεχα προς το super market.

– Όσο πιο πολύ απομακρυνόμουνα από την υπαρκτή παρουσία του, περνώντας, και φωτογραφικά κοιτάζοντας, τις στολισμένες βιτρίνες των πρώτων ξεπουλημάτων του αθηναϊκού Νοέμβρη και τα καταστήματα από τα φαγάδικα, με τις μυρωδιές του γύρου και της τηγανιτής πατάτας, τόσο περισσότερο μια λανθάνουσα εσωτερική ενέργεια καθοδηγούσε το βλέμμα μου στο βλέμμα του∙ και, το γεμάτο «ικεσία βλέμμα» έγινε το δικό μου βλέμμα! Η νέα Μορφή μπήκε στην άλλη μου Μορφή και εκτοξεύτηκε στον εσωτερικόν μου Είναι.

Εκείνο το «βλέμμα» – ζωντανό όραμα – στιγμιαία πατά τα φρένα των ποδιών μου! Σταμάτησα, νοιώθοντας να διεγείρονται και να μπαίνουν σε κίνηση τα αισθήματα μου. Δούλεψε η συνείδηση σαν διεγέρτης αυτοποιητικού «ώντιτινγκ» στη διανόησή μου. Λειτούργησε ο νόμος της στοργής. Αυξημένη η διανοητική σύγκρουση στο εσωτερικό μου περιβάλλον, καλυτέρευε το Εγώ μου. Η Μορφή του ικετευτικού βλέμματος – άσχετα αν ήταν από πείνα ή ανάγκη για τη δόση του – με ‘κανε να αναζητώ τον εαυτό μου «κλήαρ» [καθαρό σε συλλογισμό].

– Θεέ μου, γιατί δεν μπόρεσα να σταματήσω τον «συρμό» των ποδιών μου; Γιατί τόση ορμή στην κίνησή μου; Αυτός δεν είναι ο δρόμος μου…
Λίγο να καθυστερούσα, θα ‘βλεπα την καθαρότητά μου…

– Στροφή 180 μοίρες, εκκρίνεται η αδρεναλίνη, γυρίζω πίσω, κι ας κλείσει το supermarket…

Και, ξαναπέρασα από τις ίδιες βιτρίνες, χωρίς καν να τις κοιτάξω, και τα φαγάδικα, τώρα όλα στα δεξιά μου αντί στα αριστερά.

‘Έφτασα στο πεζοδρόμιο, που ακόμη εξέπεμπε εκείνο το βλέμμα.
Τον αναζήτησα.

– Θεέ μου, γιατί να τον συλλάβω σαν ένα «έγγραμμο»; Ένοιωσα την αίσθηση της αυτο-ικεσίας προς το εξωτερικό περιβάλλον. Μα δεν τον βρήκα, τον Άνθρωπο!

Το δικό μου βλέμμα, «αγκομαχούσε» από το εσωτερικό μου περιβάλλον, ικετευτικά αναζητούσε να «αναπνεύσει»…

Μα δεν βρήκα τον άνθρωπο, ούτε σε μένα!

Έτσι, έφυγα φτωχότερος, γιατί ο οβολός μου, μού ήταν άχρηστος. Θα μπορούσε να πρόσφερε έστω ένα λιτό γεύμα.

 

Αγαπητοί φίλοι,

Ήμουν για μια στιγμή καθήμενος στην πολυθρόνα, αιχμάλωτος του Χρόνου, όχι όμως με την ανάμνηση της «ηλιαχτίδας», του «αφρού της θάλασσας», ούτε «λούστηκα στο κελαριστό ρυάκι», αλλά διάτρητος – όπως λέει και ο ποιητής – από το «βλέμμα ενός σεραφείμ».

Επιστρέφω στο βιβλίο.

Το «Όνειρα αμενηνά», αυτό το ποίημα, με τις υπέροχες στιχουργικές πινελιές του, ενώ φαίνεται να μας παγιδεύει στον «ανελέητο χρόνο», την ίδια στιγμή μάς επιτρέπει να διαρρήξουμε στον χώρο τον χρόνο. Στη συνθετότητά του, με το πρώτο, όπου «το όνειρο, όνειρο/ κι η στιγμή, στιγμή», αποπραγματοποιεί το «βασίλειο της κλεψύδρας», και φέρνει μπροστά μας, το υπέροχο, το «Αιέν ονειρεύεσθαι», το ελπιδοφόρο!
Η «παραδομένη Άνοιξη» στον χρόνο ελευθερώνεται, η «θάλασσα των δακρύων» χαμογελά, τα «θαλασσοπούλια» ισορροπούν με κοινωνικοποιημένα πετάγματα και μελωδίες στα ουράνια ρεύματα! Η δυνητική διάσταση του ποιητή, μάς μεταφέρνει από την αδυναμία στη δύναμη και από τη σκοτεινιά στο φως, που, όπως λέει, «γεννάει κυκλάμινα πάνω στην πέτρα»!

 

«Το προαιώνο κάλλος,
το φως το πρώτον…

: Δεσμίδα φωτός, που γεννά το όραμα, την προσδοκία,

το «Αιέν ονειρεύεσθαι»!

 

* * ε * *

 

Φίλες και φίλοι,

«Ό,τι έγραψα – λέει ο ποιητής – ήθελα μόνο
να μπορούν να το διαβάσουν οι μέλισσες…»

Με αυτόν τον ποιητικό αφορισμό αγκαλιάζει την Ιθάκη για τον καθένα μας, δίνει την παιδαγωγία ενός οράματος, που ενώνει τους «Ποιητές όλου του κόσμου» να «συλλάβουν τους πολέμους», να «φυλακίσουν το δάκρυ», να «φιμώσουν την πείνα», να «τραυματίσουν την εξαθλίωση», να «αναδυόσουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια»!

Αναζητώντας την Ιθάκη της ποίησής του, σταματώ στον στίχο, που κλείνει ένα ποίημα σε ένα άλλο ποίημα,

«Ό,τι έγραψα ήθελα μόνο
να είναι μια ζωγραφιά
:της μουσικής,
:της μελωδίας
:της ειρήνης,
για τα παιδιά του κόσμου»!

Η απειρότητα των διαστάσεων του οράματος συλλαμβάνει την χωρίς όρια αρετή, γιατί η είναι πιο κοντά στον Λόγο!

«Ο Λόγος ήτο παρά τω Θεώ, και ο Θεός ήτο ο Λόγος».

Σταυροκοπιέμαι στο «Κατά Ιωάννην»,

– Εν αρχή «ήτο η ποίηση»!
** ε ***

28 Νοεμβρίου 2014

 

Φίλτατε Ανδρέα,

Η ποίησή σου όντως είναι αξιόλογη!

Είναι γενεσιουργός ποίηση αξιών. Το κάθε σου ποίημα διαθέτει μια απορροφητικότητα που το κάνει να είναι συνθετικό με τα άλλα, γιατί το ένα ποίημα μπορεί και μπαίνει μέσα στο άλλο, και μπορούν να σχηματίσουν μια νέα συνθετική Μορφή, που στην ανάλυσή της, ενώ διαφέρει από τα μέρη, συνοψίζει την ουσία του όλου στοχασμού. Είναι η περίπτωση που το τραγούδι οδηγεί στον τραγουδιστή!

Μια άλλη πρωτοτυπία του έργου σου, βρίσκεται στο ότι ο αναγνώσας «επανεισάγει» λειτουργικά «Δελφικά Παραγγέλματα», κάτι που το προσφέρεις, χωρίς καν να το είχες επιδιώξει, ίσως είναι μέρος στη φύση ενός μύστη της ποίησης!
Κρίστης

 

 

Υποσημειώσεις

* Το «αμενηνό όναρ», εκτός των άλλων, βάζει ερωτήματα που οικοδομούν τη σοφία της αμφιβολίας, που δεν δέχεται μια και μοναδική ερμηνεία στον χώρο των οραμάτων.

* * Το «δοιαὶ γάρ τε πύλαι […]», από στίχο τ’ – 562, απασχόλησε κορυφαίους μελετητές του περασμένου αιώνα, είτε διάβασαν, είτε δεν διάβασαν Όμηρο – η Ομηρική, όμως, αυτοποιητική διαλεκτική προϋπήρξε του στοχασμού τους. O E. Shils, σε μια μελέτη με τον T. Parsons, διατυπώνει την έννοια «περί διπλής ενδεχομενικότητας», και ο N. Luhmann, στηρίζει μια σύγχρονη απάντηση στο ερώτημα, για τον τρόπο επίτευξης της κοινωνικής τάξης. Το νόημα με «το κάθε τι μαθές που βλέπουμε δε βγαίνει αλήθεια πάντα», από τη λογοτεχνική μετάφραση του στίχου τ’ – 561, καταδεικνύει μια αφαιρετική σύλληψη συναρτήσεων των ανθρώπινων συμπεριφορών από τον Όμηρο, όπως οιονεί εντοπίζεται στο ερμηνευτικό χωρίο του Niklas Luhmann, για τη «διπλή ενδεχομενικότητα», όπου «η κάθε συμπεριφορά του Ενός συναρτάται με τη συμπεριφορά του Άλλου».

*** Το «ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ Ε», που χρησιμοποιείται στον διαχωρισμό των ενοτήτων, θεωρείται η κορωνίδα των τριών αρχαίων Δελφικών Παραγγελμάτων, που δέσποζαν στο αέτωμα του ναού στους Δελφούς. Η προτροπή με το «ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ» και το «ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ» εμποτίζεται με το «ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ Ε» [το Είσαι, Υπάρχεις, με την ηθική έννοια που αποδίδεται μόνον όταν γνωρίσεις τον εαυτό σου και δρας εν σοφία]. Επισημαίνεται ότι τα Δελφικά Παραγγέλματα θεωρούνταν για τους αρχαίους οι ποιητικοί λόγοι του Απόλλωνα, και αποδόθηκαν αργότερα στους επτά σοφούς της Αρχαίας Ελλάδας. Η τελευταία ποίηση του Ανδρέα Χατζηχαμπή εμπεριέχει σε λειτουργική λανθάνουσα κατάσταση το «Ε», που υποδεικνύει τη συνθετότητα μιας ενιαίας Μορφής, του αδιάσπαστου ολοκληρώματος των Δελφικών Παραγγελμάτων, ως σύνολο.

**** Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε ως ίνδαλμα τον ομηρικό Αχιλλέα. Τα έπη του Ομήρου, ήταν μέρος της μόρφωσης του Αλέξανδρου. Θα μπορούσε, επίσης, να θεωρηθεί και μύστης των «περί ψυχής ιερών» των Αρχαίων Αιγυπτίων, όπου λατρεύτηκε ως γιος Ρα, και έκτισε και την πιο μεγαλόπρεπη πόλη, την Αλεξάνδρεια.
Η αναφορά μας, «περί τεράστιου κενοταφίου» στην Αμφίπολη, στηρίζεται σε δυο πιθανές υποθέσεις:
– ο Αλέξανδρος, ως μυστικιστής, έχοντας την πεποίθηση «περί αστρικών σωμάτων» του ιδίου και των οπλιτών του, πίστευε σαν αληθινή την επιστροφή της Ψυχής στο μεγάλο κατοικητήριο της Μακεδονίας, που τους γέννησε• ήταν η δική του Ιθάκη, και
– ο Αλέξανδρος, ως ευφυής στρατηλάτης, στοιχηματίζοντας σε μια εν δυνάμει στρατηγική «πρόκληση», κατεύθυνε την πεποίθηση στους οπλίτες «περί σίγουρης επιστροφής με δόξα», που πιθανολογικά λειτουργούσε στη διανοητική των Μακεδόνων, γιατί οι Έλληνες έβλεπαν ακόμη και την ταφή των πεσόντων, σε ξένα χώματα, άνευ ουσίας, αφού η «επιστροφή Ψυχής» είχε τη δική της «σιγουριά».

Οι δυο αυτές υποθέσεις στηρίζονται στις πεποιθήσεις των αρχαίων κατά το πρότυπο της περιγραφής της τελευταίας ραψωδίας του Ομήρου ω’ 1-13, όπου ηγείται της πομπής των ψυχών ο «ψυχοπομπός Ερμής», και οδηγεί τις ψυχές «παρά δῆμον Ὀνείρων». Η εικαστική σύγκριση διαφόρων εποχών προκαλεί μια σύμπλευση αναδράσεων, όπου, αφενός, είναι υπαρκτή η Μορφή του Ερμή από την πτυχή της Οδύσσειας, στα ψηφιδωτά της Αμφίπολης, και, αφετέρου, η ίδια Μορφή παραπέμπει στο μεταγενέστερο σχέδιο «Ψυχοπομπού Ερμή» του John Flaxman (1795), που εγχαράχτηκε και τυπώθηκε από τον Tommaso Piroli.
Η σύλληψη ενός καλλιτέχνη του 18ου αιώνα, δείχνει τον εικαστικό τρόπο έκφρασης ζωγράφου, που μελέτησε ελληνική γραμματεία, και η εικαστική σύλληψη περίπου το 320 π. Χ., δείχνει τον τρόπο έκφρασης ζωγράφου, με κυρίαρχο στοιχείο τη θρησκευτική ευλάβεια τελετουργίας της δαφνοστεφανωμένης δόξας• ίσως, ακόμη με τον Αλέξανδρο εν ζωή. Και στα δυο εικαστικά ο Ερμής Κυλλήνιος ηγείται της πομπής.

Ο ερμής μεταφέρει τις ψυχές

Σχέδιο του John Flaxman, 1795

Ψηφιδωτό Αμφίπολης ολόκληρο

Ψηφιδωτό στην Αμφίπολη, περίπου 320 π. Χ.

 

 

 

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *