ΠΙΚΡΗ ΣΟΚΟΛΑΤΑ ΤΟΥ ΑΘΟΥ ΧΑΤΖΗΜΑΤΘΑΙΟΥ, ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΔΡΟΣ ΚΡΙΣΤΗ ΧΑΡΑΚΗ
Άθου Χατζηματθαίου
ΠΙΚΡΗ ΣΟΚΟΛΑΤΑ
Β’ Βραβείο Πανελλήνιας Ένωσης λογοτεχνών
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ
Από τον Δρα Κρίστη Χαράκη
«Έρως ανίκατε μάχαν, Έρως, ός
εν κτήμασι πίπτεις…»
[ΣΟΦΟΚΛΗ, ΑΝΤΙΓΟΝΗ, στ. 781
Εναρκτήριο, γ’ στάσιμο,
για στ. 781-800]
– Ο χορός, αποδίδοντας τη «στάση» του Αίμονα στον έρωτά του, για την Αντιγόνη, εξυμνεί, με τη διαχρονική ωδή του Σοφοκλή, το ακατανίκητο του μικρού φτερωτού θεού, που ρίχνει τα βέλη του κι αγγίζει ψυχές και σε θνητούς, και σε θεότητες·
«Έρωτα, που δε γονάτισες ποτέ στον πόλεμο,
Έρωτα, που ορμάς και γεμίζεις την πλάση,
που στ’ απαλά τα μάγουλα
της κόρης νυχτερεύεις,
που σεργιανάς τις θάλασσες
και των ξωμάχων τα κατώφλια,
κανείς δε σου γλυτώνει
μηδέ θνητός
μηδέ αθάνατος.
φωλιάζεις στο κορμί και το μανίζεις».
Έτσι αποδίδεται ελεύθερα το ξεκίνημα στο τρίτο στάσιμο της Αντιγόνης του Σοφοκλή, ως μια φράση ωδή στον έρωτα, γνωστή από τη μαθητική μας νεότητα.
Η αγάπη στη λογοτεχνία που αναφέρεται στον πραγματικό έρωτα είναι από μόνη της «ποίηση»! Υπαγορεύεται – θα έλεγα – στον ποιητή ως συναίσθημα από τη θέα του φυσικού, ή πνευματικού κάλλους με κινήσεις του σώματος των Μουσών, σαν μεθεξιακός χορός «αρχαίου μπαλέτου» από τις «χίλιες και μία» γνωστές και άγνωστες μορφές του μύθου του ερωτευμένου μικρού γιου της Κύπριδας με τη Ψυχή, που ολοκληρώνεται με πόθο και φυσική επαφή.
Ο «περίπλους» του Έρωτα με τη Ψυχή ταξιδεύει με αναδράσεις από την κουλτούρα των λαών και στις μέρες μας, αγκαλιάζοντας όλη την υφήλιο[1],
«Όποιος αγαπά πιστεύει» (ΙΤΑΛΙΑ)
«Όποιος αγαπά παιδεύει» (ΕΛΛΑΔΑ)
«Ο πιο όμορφος είναι αυτός που αγαπάμε» (ΝΟΡΒΗΓΙΑ)
«Η αληθινά ερωτευμένη καρδιά το ψέμα δεν το ξέρει» (ΣΚΩΤΙΑ)
«Μεγάλο μπελά βάζεις, όταν αγαπήσεις κάποιαν που άλλον αγαπά» (ΑΦΡΙΚΗ)
«Δεν υπάρχει έρωτας χωρίς αγκάθια» (ΣΛΟΒΑΚΙΑ)
«Τον έρωτα δείχνεις με πράξεις, όχι με λόγια» (ΦΙΛΙΠΠΙΝΕΣ)
«Τα βασικά συστατικά του έρωτα είναι μέλι και φθορά» (ΣΛΟΒΕΝΙΑ)
«Με την εμφάνιση του έρωτα η φιλία πάει περίπατο» (ΑΓΓΛΙΑ)
«Ο έρωτας είναι οι σταγόνες δροσιάς σ’ ένα τριαντάφυλλο. Άλλες σκαλώνουν στα πέταλα, άλλες στ’ αγκάθια» (ΣΟΥΗΔΙΑ)
«Ο έρωτας μπορεί να κατορθώνει πολλά, αλλά το χρήμα όλα» (ΓΕΡΜΑΝΙΑ)
«Τα βέλη του έρωτα μπαίνουν στην καρδιά του άντρα από τα μάτια, ενώ στης γυναίκας από τα’ αφτιά» (ΠΟΛΩΝΙΑ)
«Όπου μεγάλος έρωτας, εκεί και μεγάλος πόνος» (ΙΤΑΛΙΑ)
«Το πάθος του έρωτα αποβλακώνει» (ΙΑΠΩΝΙΑ)
«Ο έρωτας είναι κύκλος· κι ο κύκλος ούτε αρχή έχει ούτε τέλος» (ΡΩΣΙΑ)
«Να μεθάς από τον έρωτα μέχρι το σημείο να μπορείς να καταλάβεις ότι πλησιάζει καταιγίδα» (ΜΑΛΑΙΣΙΑ)
<< *** >>
Αυτή την ειλικρίνεια των Μουσών, που ταξιδεύει στις κουλτούρες των λαών, θα τη βρούμε στο δραματικό πρόσωπο της κεντρικής ηρωίδας του Άθου Χατζηματθαίου, της Ελένης. Ο συγγραφέας, στο νέο του βιβλίο «Πικρή Σοκολάτα», περιγράφει τη σχέση του Έρωτα και της Ψυχής να περικλείει συγχρόνως την «πρώτη γεύση» του φτερωτού τοξότη με τη φύση και με το ανθρώπινο, αναφορικά με την πιο φυσική σχέση του ανθρώπου στο ανθρώπινο! Έντεχνα, η παρουσία του χαρακτήρα της Ελένης στις ιστορίες του Χατζηματθαίου, αποδίδει τη ζωντανή υπόσταση της φυσικής σχέσης του ανθρώπου με τον άνθρωπο και με το φυσικό περιβάλλον. Ο λόγος δανείζεται λυρικούς ήχους – θα έλεγα – ακόμη και τα φτερουγίσματα των πουλιών, γιατί ο συγγραφέας «πετά» σαν γράφει για τον αγνό έρωτα. Κοιτάζει από ψηλά, με τα μάτια των φτερωτών ερωτιδέων, που τιτιβίζουν ρομαντικά σαν νεοσσοί τον ερχομό της άνοιξης, για το αγνό, το υπέροχο και το αληθινό νατουραλιστικό ζευγάρωμα της φύσης. Την ίδια στιγμή, με άμεσο ρεαλισμό γράφει για τον πόθο της σάρκας και για την επαφή του Έρωτα με τη Ψυχή· γράφει για την «αρχιτεκτονική» του έρωτα, σ’ όλες τις μορφές του, ο κεραυνοβόλος, ο αγνός, ο προδομένος, ο αληθινός, ο ψεύτικος, ο πλατωνικός, ο σαρκικός, αποτελεί το λογοτεχνικό έρεισμα πάνω στο οποίο κατασκευάστηκε το «Πικρή Σοκολάτα».
Ο Χατζηματθαίου, προσωποποιεί τον αυθεντικό έρωτα· και, με την εικόνα της δικής του Ελένης, σπρώχνει τα πρόσωπα και το περιβάλλον να συγκροτούν μια ενιαία κοινωνική και ψυχική φύση, μια εξανθρωπισμένη φύση, με ανθρώπινη ουσία της ίδιας της «θεάς φύσης», που γίνεται με τον ελάχιστο διάλογο και με τη μέγιστη κίνηση της φυσικής ουσίας του ανθρώπου! Ο αναγνώστης αναγκάζεται να στοχαστεί πάνω στην ανθρώπινη δράση, να υπολογίσει το μερίδιο του Έρωτα που μετατρέπει το άτομο σε πρόσωπο, με μέτρα και σταθμά βγαλμένα από την εκρηκτική ορμή της δικής του ψυχής σαν προσπαθούσε να αποκτήσει το τέλειο, το υπέρτατο συναίσθημα.
Ο Χατζηματθαίου επικαλείται το συναίσθημα από τη θέα του κάλλους, του φυσικού και πνευματικού κάλλους, και σκηνοθετεί για τον μεγάλο, τον αγνό, τον αυθεντικό, τον περιπόθητο Έρωτα και για την αλήθεια της ζωής, περιγράφοντας την παντοδυναμία του «ισχυρού τοξότη», που φλογίζει και το «φεγγάρι» και τη «θάλασσα» στο φόντο μιας αδιάσπαστης υπόστασης, «φύση-άνθρωπος», που περικλείεται με τον ουμανισμό της φύσης και τον νατουραλισμό του ανθρώπου!
Χρησιμοποιεί ένα απλό τρόπο γραφής για να εκφράσει την ύπαρξη του πραγματικού έρωτα. Αναμιγνύει τον Έρωτα με τη Ζωή, με λογοτεχνικό ιστό το «Έρωτας είναι η Ζωή», πλέκει το έργο του· και, «εν τη ρύμη του λόγου» ο «μικρός θεός», που κυκλοφορεί στις σελίδες του βιβλίου, αναζητεί και τη Φύση, και την καθημερινότητα να φτερουγίζει. Ο Χατζηματθαίου έντεχνα περιγράφει χαρακτηριστικές εικόνες για τον έρωτα, ήρωες αμέσως πιο κάτω ο Παύλος και η Ελένη· «τροφός μήτηρ» της γραφίδας του συγγραφέα, η «θεά Φύση»:
«[…] Η χαρά που φτερούγιζε στα στήθια του (του Παύλου) ήταν πρωτόγνωρη για τον ίδιο. Τελικά αυτή η κοπέλα του είχε αλλάξει τη ζωή και δε θ’ άφηνε τίποτα στον κόσμο να του γκρεμίσει αυτή την ευτυχία […]
«[…] Όταν η ορχήστρα άρχισε να παίζει ένα απαλό βαλς … βρέθηκαν σφιχταγκαλιασμένοι οι δυο τους στους ρυθμούς της μελωδίας […]
[…] Μ’ αγαπάς; Τη ρώτησε … σκύβοντας στο αφτί της. Αυτή του χαμογέλασε γλυκά και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
Αυτός την έσφιξε ακόμη περισσότερο στην αγκαλιά του.
- Νά ΄ξερες πόσο έχει αλλάξει η ζωή μου κοντά σου, της είπε με φωνή που έτρεμε από πάθος
- Κι εγώ αισθάνομαι υπέροχα μαζί σου, Παύλο. Πρώτη φορά στη ζωή μου νιώθω ένα γλυκό συναίσθημα να ξεχειλίζει από μέσα μου. Κι αν αυτό είναι, όπως λένε, έρωτας, τότε είμαι ερωτευμένη μαζί σου.[…]»
Ο έρωτας σ’ όλες του τις μορφές στην πραγματικότητα και στη λογοτεχνία χρειάζεται και την ακτινοβολία της φύσης, και τη ζεστασιά της αγάπης. Ο Χατζηματθαίου, εντόπισε αυτή τη σχέση και σαν γνήσιος εραστής της λογοτεχνίας, επέλεξε τις παρεμβάσεις της θάλασσας, με τους δυο ήρωες του έρωτα να οδηγούνται αγκαλιασμένοι στην παραλιακή φύση, συντροφιά με το κύμα στις ακροθαλασσιές και το φεγγάρι, που το θέλει να είναι και «παιχνιδιάρικο», να ξεγλιστρά κάθε τόσο πίσω από κάποιο σύννεφο, αφήνοντας τους δυο νέους να αναζητούν το «χρυσό του χάδι», που οδηγεί στην αγάπη. Θέλει τον αναγνώστη, όχι απλά να διαβάσει μια λογοτεχνική περιγραφή για τη γεννήτρα της ζωής, αλλά και να νιώσει το υπέροχο συναίσθημα της ζωοδότρας αγάπης, άσχετα αν μετά η πλοκή του έργου θα οδηγούσε και σε κάποιες οδυνηρές, ή τραγικές στιγμές· γράφει:
«[…] Ο Παύλος (στα μάτια της Ελένης) έκρυβε μια ξεχωριστή γλυκάδα μέσα στο βλέμμα του, αλλά και μια ιδιαίτερη ζεστασιά στην κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του, κάτι που συγκινούσε ιδιαίτερα την Ελένη […]»
«[…] Πιασμένοι χέρι-χέρι, προχώρησαν προς τη μικρή πέτρινη σκάλα που ήταν κτισμένη στο πίσω μέρος του εστιατορίου κι οδηγούσε προς την παραλία […]
«[Αφού κατέβηκαν τα σκαλιά, καμιά εικοσαριά όλα κι όλα, αγκαλιασμένοι πια προχώρησαν για ένα μακρινό περίπατο στην ακροθαλασσιά, συντροφιά με το φεγγάρι που κατάφερε να ξεγλιστρήσει εκείνη τη στιγμή πίσω από κάποιο σύννεφο που του έκρυβε εδώ κι αρκετή ώρα τη λάμψη του […]»
«[…] Ο περίπατός τους κράτησε περίπου μισή ώρα. Ψυχή δεν υπήρχε στην παραλία, ολομόναχοι οι δυο τους στη συντροφιά του φεγγαριού, που με το χρυσό του χάδι τους φώτιζε τον δρόμο και στη γαλήνη της θάλασσας, που άρχισε εδώ και μερικά λεπτά να σηκώνει λίγα αδύνατα κυματάκια […]».
«[…] Γλυκό μου κορίτσι, η ομορφιά είναι ολοζώντανη μέσα στην ψυχούλα σου… Νά ΄ξερες πόσο σ’ αγαπώ! Δεν μπορώ να διανοηθώ τη ζωή μου χώρια σου […]».
Οι «λέξεις-κλειδιά» λειτουργούν θεατρικά και άμεσα, γίνονται επικοινωνιακές διαδράσεις ανθρώπου-φύσης, απαραίτητο συμπλήρωμα που ενώνει τις λέξεις με τον έρωτα και τη «ζώσα ψυχή». Ο συγγραφέας επιλέγει πρόσωπα της καθημερινής ζωής, για τις ιστορίες του, χωρίς λογοτεχνικές υπερβολές. Όμως, πάλι, τα «διογκώνει», χρησιμοποιώντας ένα τρόπο, την τροπικότητα, για να αποκαλύπτει την πραγματική τους όψη. Οι λέξεις λειτουργούν άλλοτε θετικά κι’ άλλοτε αρνητικά στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, κι αυτό είναι κάτι που βλέπουμε στην πρωτότυπη γραφή του Χατζηματθαίου. Χαρακτηριστικές λέξεις, όπως το «πρόσταγμα της φύσης», «στην αγκαλιά της ζεστής άμμου», το «ταξίδι των αισθήσεων», τ’ «αόρατα πλοκάμια», «ερωτικό ταξίδι», αλλά και το «ο κεραυνός», το «σημάδι της θύελλας που θ’ ακολουθούσε» κ.ά., αποκαλύπτουν και τη δύναμη, την ιεροτελεστία – αν θέλετε – του πιο υψηλού και ευγενέστερου των αισθημάτων του ανθρώπου, αλλά και την αδυναμία της σχέσης του έρωτα, όταν απουσιάζει η φύση στο ανθρώπινο.
Στα χέρια του Χατζηματθαίου ο έρωτας και η αγάπη αποτελούν πλούτο λόγου, «ζωγραφίζει» με λέξεις όλες τις θετικές και αρνητικές σκέψεις, αναζητώντας παντού το ζωντανό στοιχείο των πιο υπέροχων αρχέγονων συναισθημάτων της ζωής. Στο υφαντό του λόγου του, αγγίζει την αγάπη και τον έρωτα με ελευθερία πνεύματος. Αποκαλύπτει την ουσία της ζωής, του πραγματικού έρωτα, που δεν άλλαξε από τον καιρό της «εξομολόγησης» του Αίμωνα στην Αντιγόνη, άσχετα αν υπήρξε, ή θα υπάρξει αρνητική εξέλιξη μιας ιστορίας.
Ο πλούτος του διαλόγου στους νεανικούς έρωτες δεν χρειάζεται πολλά λόγια. Ο καλός λογοτέχνης ξέρει πώς να χειριστεί σε «μινιμαλισμό» τη διόγκωση της δράσης με τον λίγο λόγο, τον αρκεί ν’ ακούγεται η ερμηνευτική συχνότητα του ήχου, από το απλό ψιθυριστό «σ’ αγαπώ».
– Το «σ’ αγαπώ», είναι από μόνο του ένα «λιμπρέτο» ερωτικής ιστορίας, με όλες τις στοχαστικές πινελιές των στίχων των χρωμάτων της ίριδας, τις δροσιστικές οσμές από τις «εκπνοές» των δέντρων και των λουλουδιών, που παίζεται σαν μιούζικαλ με πρωταγωνιστές τη φύση.
Ο Χατζηματθαίου, δανείζεται από τη φύση τον άνθρωπο και από τον άνθρωπο τη φύση, μάς δίδει αυτόν τον πλούτο, σε διάφορα σημεία του μυθιστορήματός του, με διάλογο της ανθρώπινης φύσης κοντά στα φτερουγίσματα του μικρού τοξότη:
– «Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου»
– «Εγώ δεν μπορώ να πω μονάχα κάτι τέτοιο, γιατί αυτό που αισθάνομαι για σ’ ένα δεν είναι αγάπη, αλλά λατρεία […]»
– Κι’ αλλού ο λόγος γίνεται κίνηση:
– «Είναι πολύ όμορφα εδώ, γαληνεύει η ψυχή σου. Νοιώθω υπέροχα, Παύλο», είπε κάποια στιγμή η Ελένη και σφίχτηκε ακόμη πιο πολύ στην αγκαλιά του».
<< *** >>
Φίλες και φίλοι,
Ο τραγικός Σοφοκλής κατάφερε να διανθήσει τις «εμπνεύσεις των Μουσών» και σε αρκετούς ξένους ποιητές, πεζογράφους και θεατρικούς συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ο Ρωμαίος Οβίδιος, ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, ο Εντμόν Ροστάν, ο Ντέιβιντ Λώρενς, ο Ζαν Ανούιγ, ο Άντον Τσέχωφ, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, που στον χώρο της λογοτεχνίας «περί έρωτα» θα τους ονόμαζα «εραστές της ποίησης» και της «εξερεύνησης της ζωής»!
Μας χρειαζόταν αυτή η παρένθεση, για να γνωρίσουμε καλύτερα το νέο έργο του «ερωτευμένου με την ποίηση» δικού μας, φίλου λογοτέχνη Άθου Χατζηματθαίου. Ο Χατζηματθαίου με τα έργα του θεωρείται ένας καθόλα συναισθητικός λογοτέχνης και εξερευνητής της ζωής και του μυθιστορικού λόγου, όπως ταιριάζει σε ένα «ποιητικό εραστή», που «ζωγραφίζει» πεζό λόγο «ακούγοντας» τις οσμές και τα χρώματα του ποιητικού εσωτερικού του λόγου, και «βλέπει» τους ήχους και τη μουσική με ρεαλιστικούς σχηματισμούς «ποιητικών αφαιρέσεων». Ο μυθιστορικός του λόγος διαθέτει μια πολύ ενδιαφέρουσα λογοτεχνική αντίδραση: ανιχνεύει «τα καλά» π’ αγγίζουν τη ψυχοκοινωνική πραγματικότητα· διαθέτει τον λυρικό αναστοχασμό να παράγει και ήχους, και οσμές, και χρώματα στην πλοκή των σεναρίων του. Αν σκεφθεί κανείς τις «στραμμένες προς τα μπρός» συγκινησιακές μεταμορφώσεις του ποιητικού του ύφους, ο Χατζηματθαίου, εκφράζει – θα έλεγα – τον λογοτέχνη με τη ρεαλιστική χειραφέτηση της λυρικής πρόζας, εξοικειωμένο με σενάρια από την κοινωνική και ψυχοκοινωνική πραγματικότητα.
Με το νέο του βιβλίο «Πικρή Σοκολάτα», αναβλέπει προς τα πάνω, «ν’ αγγίξει τη γεύση πού ΄χει το Φεγγάρι»· δανείζομαι το δικό του «μότο» που θα μπορούσε να είναι μια άλλη ωδή, και για τον έρωτα, και για τη ζωή, και για τη γνώση· μάς λέει:
«Βάλε στόχο το φεγγάρι. Ακόμα κι αν αποτύχεις, θα βρεθείς ανάμεσα στ’ αστέρια»!
<< ***>>
Ο αναγνώστης, όντως συνταξιδεύει με τον συγγραφέα ανάμεσα σε αστέρια λυρικών αφαιρέσεων, κάτι που τον κάνει ενεργά να μεθέξει την πλοκή και το αφηγηματικό ύφος του δημιουργού. Ο συγγραφέας γράφει για τη γεύση του έρωτα, και, μαζί με τον αναγνώστη, ψηλαφά – θα έλεγα – τις χωρίς ανάσα ερωτικές συνταγές του Οβίδιου, σ’ όλες τις ποιητικές μορφές και μεταμορφώσεις της ερωτικής τέχνης, που περιγράφει ο Ρωμαίος ποιητής. Όμως, πάλι, την ίδια στιγμή αναπαράγει τις ταξινομήσεις των ανθρώπινων χαρακτήρων της καθημερινότητας, με τις αιτίες, τις συμπεριφορές και τα αποτελέσματα των σχέσεων τους, δίδοντας αυτοποιητική ενέργεια και δράση σε ψυχικά και κοινωνικά σενάρια, που περικλείουν, και τον «εξατομικευμένο κόσμο» του Καρλ Γιουνγκ, και το φροϋδικό libido των συναισθημάτων, αφήνοντας τα αισθήματα και τις αισθήσεις να συγκρούονται, σύμφωνα με τις αρχές της ψυχοβιολογικής ενέργειας και της εντροπίας των κοινωνικών μας συστημάτων. Θα έλεγα, ότι στο νέο του αυτό βιβλίο επιδαψιλεύει σχεδόν όλες τις «συμφύσεις» των έντονων συναισθημάτων που προκαλούνται από την «έλξιν», την «έξιν» και τον αισθησιασμό, εμπλέκοντας τον έρωτα με τη φύση και με τη ζωή, τις χαρές, και τις λύπες της ζωής.
Ο μυθιστοριογράφος θέτει επί σκηνής το πρόσωπο, όπως της Ελένης, ωραία όπως η ομηρική και με χαρακτήρα ό,τι καλύτερο διέθεταν και οι τρεις μαζί αρχαίες θεότητες, οι Ώρες, θυγατέρες της Θέμιδας και του Δία. Την βλέπουμε να παλεύει με όπλο την αγάπη και την καλή της πίστη, να προσπαθεί κάθε φορά να κτίσει τη ζωή της τίμια, όπως η Θαλώ, δίκαια όπως η Αξώ και ειρηνικά, όπως η Καρπώ, ενάντια στις αντιξοότητες τις εξάρτησης, της οικονομικής και ψυχολογικής εκμετάλλευσης, αντιμετωπίζοντας γεγονότα με ύπουλα σχέδια τα οποία ξεπερνούν, όπως, τη δική της – θνητή θα έλεγα – ύπαρξη.
Τα σχέδια πραγματικής αγάπης στις ανθρώπινες ιστορίες, αρκετές φορές κατακόβονται. Αυτό θα το δούμε σε καλοδουλεμένες ρεαλιστικές ιστορίες από την πραγματικότητα της ζωής. Ο συγγραφέας παίρνει μια θέση θεώρησης της ζωής, θεώρησης υπεύθυνης που να αποκαλύπτονται στον αναγνώστη και οι δυο όψεις του νομίσματος. Στην τέχνη του λόγου δεν υπάρχει το «αντιποιητικό», το αντιαισθητικό στοιχείο σε ρεαλιστική αναφορά της ζωής. Η ρεαλιστική γραφή «περί ζωής» δεν μπορεί να απαρνηθεί κανένα στοιχείο της ζωής, γιατί η ζωή δεν μπορεί να απαρνηθεί τα στοιχεία της. Ο Χατζηματθαίου, έντεχνα δείχνει διάφορες ιεραρχήσεις των στοιχείων της ζωής, περιγράφοντας τις υποκειμενικές συμπεριφορές των προσώπων του έργου του. Η τάξη του Έρωτα αρκετές φορές διασαλεύεται, γίνεται πόνος, και χαοτικά απλώνει σαν οι απάτες από αγαπημένα πρόσωπα παρεμβαίνουν στη ζωή, αυτά και άλλα είναι στοιχεία της ζωής που διαβάζει ο αναγνώστης στη μυθιστορική γραφή του Άθου Χατζηματθαίου.
Σε χαοτικές ιστορίες του έρωτα και της αγάπης, η «ενδυμασία» του «μικρού θεού» αρκετές φορές κλέβει την αγάπη κι όχι ο πραγματικά γυμνός Έρωτας. Η «πικρή σοκολάτα» αποκτά πνοή και άρωμα, από τη «γέμιση» της ζωής, που άλλοτε μεθά τους ερωτευμένους με το «λικέρ των αισθήσεων», και άλλοτε τους τυφλώνει με το «αισθησιακό μπράντι», πίσω από τη διασπασμένη εμπιστοσύνη του «μικρού θεού». Όλα εξαρτούνται αν η σχέση διατηρήσει το «πνεύμα του Ερώτα» και το δικαίωμα να σημαίνει αγάπη και ανθρωπιά, ή αν θα εγκλωβιστεί σε ένα ρόλο ενός «θεού γητευτή», που ηδονίζεται να παίζει με δάκτυλά του την ανθρώπινη ψυχή. Η Ελένη αντιμετώπισε αυτή τη διττή πραγματικότητα, που και τη γέμισε με ενέργεια αγάπης, αλλά και της άδειασε το είναι της. Ο συγγραφέας προτιμά να μπάσει τον αναγνώστη, αντί άλλης εισαγωγής, στην ωμή πραγματικότητα με το «ανάθεμα της μοίρας» μιας Ελένης, που – όπως γράφει,
«μαραινόταν σαν μπουμπούκι πριν προλάβει ν΄ ανθίσει».
<< *** >>
Ο Χατζηματθαίου κατέχει την τέχνη να ανθρωπολογεί και να κοινωνιολογεί, ζωγραφίζει κυριολεκτικά με έντονα χρώματα το πορτραίτο των προσώπων του, τις έννοιες και τις σκοτούρες της καθημερινότητας, τους έρωτες και τα πάθη τους, τις αλήθειες και τα ψεύδη τους, τις αισθήσεις και τις ψευδαισθήσεις τους, υφαίνοντας συγχρόνως «τοις πάσι» μια πλούσια πλοκή με τα σύγχρονα προβλήματα της κοινωνικής παθογένειας, την κρίση των ηθικών αξιών, την απαλλοτρίωση του ανθρώπου, την απανθρωποποίηση, τη βία, την επιθετικότητα, την καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, τις μίζες, τον ατομικισμό, τη πνευματική μονομέρεια, την ενεργεία και κυρίως τα ναρκωτικά. Στις ιστορίες του βάζει πρόσωπα διαστρεμμένα με προσωπείο την εικόνα του καλού, τα οδηγεί μπροστά στο κατώφλι της «νέμεσης» και της «δίκης», τα απογυμνώνει, τραβώντας τη μεταμφίεση, τη βγάζει, τους βγάζει το «προσωπείο», για να φανεί η συγκεκαλυμμένη εικόνα της διαστροφής και της διαπλοκή τους. Πιο κάτω διαβάζουμε μια περιγραφή του τρόπου, που πραγματολογικά και συμπεριφορικά ανθρωπολογεί και κοινωνιολογεί τον ανθρώπινο και κοινωνικό κατήφορο· γράφει:
«[…] Στην αρχή ήταν κάτι λαθραία τσιγάρα. Μετά πέρασαν στα ακριβά ποτά. Και στη συνέχεια, ήταν να μην αρχίσουν το εύκολο κέρδος βλέπεις, τα χοντρά λεφτά που έβγαιναν τόσο γρήγορα, τους μάγεψαν, τους γλύκαναν με λίγα λόγια και αποζητώντας όλο και περισσότερα, μπλέχτηκαν αρχικά στην πορνεία με την εισαγωγή γυναικών από τις πρώην ανατολικές χώρες και το πλασάρισμα σε ύποπτα στέκια και καταγώγια. Κι ακολούθως και γιατί όχι, αφού την πήραν που την πήραν πια την κατηφόρα γιατί να μην μπλεχτούν και σε πιο επικερδείς μπίζνες, όπως τα ναρκωτικά ας πούμε. Άλλωστε αφού υπήρχε η ζήτηση, το παζάρι ζητούσε το προϊόν, χαζοί είναι να έχουν το μέλι στο δάκτυλο και να το δίνουν σε άλλους να το γλύψουν […]».
«[…] Είναι να μην μπλέξεις σε τέτοιες καταστάσεις, μετά δεν μπορείς να κάνεις πίσω με τίποτα, όσο κι αν το θέλεις, δεν σ’ αφήνουν οι περιστάσεις […]».
Ο συγγραφέας «παίζει» με τα ονόματα και τα πρόσωπα, το «Αριστείδης», ενώ ολοφάνερα μας παραπέμπει στο αρχαίο ιδεατό όνομα της παραδειγματικής τιμιότητας, στο «πικρή σοκολάτα» ο «Αριστείδης Λαμπρινός» είναι ό,τι συμπεριφορικά διαφορετικό από το αρχαίο τίμιο προγονικό όνομα, απέχει παρασάγγας και της εντιμότητας, και της τιμιότητας. Σε μια πρώτη γνωριμία στις εικόνες του σεναρίου είναι ο προϊστάμενος του τελωνίου. Ο Χατζηματθαίου περιγράφει ένα «κυριλέ τύπο» με γκριζόμαυρο μούσι και χοντρό πούρο στο στόμα, που ήξερε μονάχα να το αναμασά χωρίς να το ανάβει· γράφει ο Χατζηματθαίου και για τον ρόλο του «έντιμου», στα εισαγωγικά, «Αριστείδη»:
«[…] Ο Αριστείδης λοιπόν ήταν αυτός που έβγαζε το φίδι απ’ την τρύπα, πάντα με το αζημίωτο φυσικά, μια υπογραφή ήταν αρκετή και το εμπορευματοκιβώτιο, είτε σ’ αυτό είχε λαθραία τσιγάρα, είτε ποτά, είτε ηρωίνη ή χάπια έκσταση, έπαιρνε το δρόμο του για τις αποθήκες της εταιρείας, «Φωτεινός και Φωτεινός Α.Ε.» και απ’ εκεί στους πελάτες […]»
«[…] “Τα λεφτά σου είναι εδώ Αριστείδη”… Ο Αριστείδης άπλωσε το χέρι του και πήρε τον φάκελο… “Ας πούμε και κάτι άλλο εκτός απ’ τις δουλειές μας” είπε τότε ο Λάμπρος Φωτεινός κλείνοντας το μάτι. Ο Αριστείδης χαμογέλασε. Το πρόσωπό του έλαμψε στην κυριολεξία, ήξερε που το πήγαινε ο φίλος του… […]
– «Ήταν καλό το “δωράκι” που σου έστειλα»;
– «Το πακέτο εννοείς, ή ξεχωριστά;»
– «Ασφαλώς αναφέρομαι στο πακέτο, άλλωστε αυτό είναι που
κάνει τη διαφορά»
– «Τέτοιο συγκλονιστικό βράδυ δεν έχω ξαναζήσει. Ηφαίστειο ήταν οι μικρές, με τρέλαναν στην κυριολεξία… Που τις ανακάλυψες μωρέ αθεόφοβε …»
– «[…] Είναι από την τελευταία παρτίδα, που έφθασε μόλις πριν μια βδομάδα. Δεκαπέντε κομμάτια διαλεκτά ένα κι ένα […]».
– Με μαεστρία ο μυθιστοριογράφος περιγράφει τον φαρισαϊσμό σε όλο το μεγαλείο του· γράφει:
«[…] Μπορεί να έκαναν τους φιλεύσπλαχνους, να θλίβονταν δήθεν στον πόνο του συνανθρώπου τους, να έχυναν κροκοδείλια μπροστά σε κάποιο τραγικό συμβάν, να έσπευδαν πάντα επιδεικτικά να βοηθήσουν κάποιο που είχε ανάγκη. Να πρόσφεραν σε εράνους. Να συμμετείχαν σε φιλόπτωχα δείπνα, φροντίζοντας να ακούγεται το όνομα… Να κορδώνουν σαν παγόνια μπροστά στις κάμερες που κάλυπταν τις εκδηλώσεις, να φωτογραφίζονται για τις ειδικές σελίδες των περιοδικών… […] η προβολή ήταν ο μοναδικός σκοπός, για να έχει να λέει ο κόσμος για την «καλοσύνη» τους, τη «μεγαλοψυχία» τους, την «ανθρωπιά τους» […]»
«[…] Η ψυχή τους ήταν μαύρη σαν κάρβουνο, γυμνή από αισθήματα, ένας ήλιος χωρίς λάμψη, χωρίς σημάδι ζωής […]».
Όλα βρίσκονται στο ίδιο υφαντό πλεγμένα, το δίκτυο διανομής κρατούσε σφιχτά δεμένους, και τελωνειακούς, και ανθρώπους του νόμου. Όλα για την οικονομική «δόξα» των ναρκωτικών. Η λακωνική δύναμη του ύψους του μεταμφιεσμένου υπόκοσμου με όλες τις ορατές και αόρατες διακυμάνσεις της, που σκοτώνει και τη ψυχή και το σώμα των νέων μας, καθρεφτίζεται στις ιστορίες του Χατζηματθαίου· μαζί, όμως, αντανακλούν και οι ανατροπές του κακού, γιατί στην ίδια κοινωνία που υπάρχει η λέρα, αναδύονται και οι αδιάφθοροι, στο πρόσωπο του τίμιου αστυνόμου Αλέξανδρου Παπαφώτη και των συνεργατών του, που οδηγούν τους διαβόητους κακοποιούς των λιμουζίνων, των επαύλεων, των κότερων, της χλιδής, στη φυλακή. Ο Χατζηματθαίου ανατέμνει στη «δίκη» με την αρχαιοπρεπή σημασία του όρου, που ταυτίζεται με την απαξίωση σε ό,τι το συμπεριφορικά ψεύτικο, και οδηγεί στην κάθαρση και τη νέμεση, με τη μεταφορική έννοια του όρου, που σημαίνει «θεία δίκη», όχι μόνο γιατί έχει και θέματα ναρκωτικών, την πανούκλα του 21ου αιώνα, αλλά, επίσης, γιατί τα παρουσιάζει κάτω από ένα υπερρεαλιστικό οπτικό πρίσμα προσώπων, που καταστρέφουν και αυτοκαταστρέφονται.
<< *** >>
Ωστόσο, αρκετά από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος παίζουν ένα ρόλο διττό, με την έννοια ότι επεμβαίνουν με πολλούς τρόπους σε ποικίλα επεισόδια της δράσης, ενίοτε με διαφορετικές «ταυτότητες», απασχολήσεις, ή και ονόματα. Οι Παύλος, Μάρκος Γέρακας, Σόφη, ή Σοφάκι, Πέτρος, Θανάσης, Στέλλα, Μάνος, Λεωνίδας, Ανέστης Μπαλτάς, Ρίκα, Μαίρη, Τζον Μάρκο, Στάθης, Χριστίνα, Αριστείδης, Λάμπρος Φωτεινός, Βύρων Μάγκας και άλλοι, κι αυτοί ακόμη ο Αλέξανδρος Παπαφώτης και η Ελένη κρατούν διάφορους ρόλους ταυτόχρονα. Ο αναγνώστης χωρίς να το καταλάβει τη δεδομένη στιγμή, φυλλομετρώντας τις σελίδες του βιβλίου βρίσκεται μπροστά σε αρκετές αποχρώσεις της ζωής. Το βιβλίο δεν περιορίζεται στη μια όψη του Ιανού. Αρκετές από τις αποχρώσεις της ζωής αποκαλύπτονται αντιφατικές, που κάνουν τα πρόσωπα του βιβλίου, τόσο θύματα, όσο και θύτες. Αφήνουμε, όμως, τον αναγνώστη να ταξιδεύει με την πλοκή του έργου, και να αγγίζει από μόνος τους και τα ονόματα και τη ζωή τη στιγμή των αντιφάσεων. Αυτή άλλωστε είναι κι η αξία του βιβλίου…
<< *** >>
Σε κάθε μικρο-κεφάλαιο, διαβάζοντας το «Πικρή Σοκολάτα», διαπιστώνεται ένας βασικός ιστός πάνω στον οποίο πλέκει ο συγγραφέας τον ερωτικό βίο των ηρώων του, θυμίζοντας τις γεμάτες από ρομαντισμό και περιπετειώδεις κλασικές ιστορίες αγάπης από μακρινές εποχές τύπου «Αρλεκίν», όμως, πάλι, αναπαράγει αυθεντικές λογοτεχνικές εικόνες από την οργανική προέκταση του ανθρώπου, στο μέτρο, που του διασφαλίζει τα μέσα να σταθεί, είτε ως άνθρωπος με καθολικές αξίες, είτε «λυκάνθρωπος», που ροκανίζει αμείλικτα τις ελπίδες ζωής, ιδιαίτερα των νέων για το παράνομο κέρδος. Αυτούς τους τελευταίους ξεσκεπάζει ο συγγραφέας ως διαστίξεις της κοινωνικής διαφθοράς, αποκαλύπτει την αμαύρωση της κοινωνίας μας.
Με ρεαλιστικό και λυρικό ύφος, μάς παρουσιάζει, αφενός, την ενσυνείδητη ενεργητική σχέση του έρωτα στο αποκορύφωμά του: τον έρωτα να γίνεται ένα σώμα και ένα ενσυνείδητο πνεύμα της φύσης, με τη φύση να εξανθρωπίζεται, ως η φυσική προέκταση του ανθρώπου, κι αφετέρου, την παθητική σχέση ενός ψεύτικου έρωτα, που υποχωρεί σε οργανικές και οικονομικές ανταλλαγές. Χωρίς να χρειάζεται ψυχολογικούς όρους, ο Χατζηματθαίου, μάς ανοίγει μια πόρτα να γνωρίσουμε από μόνοι μας, πως όντως η «συνείδηση καθορίζει τη ζωή». Απαντά με την πλοκή των σχέσεων των προσώπων του, πώς η συνείδηση οδηγεί τη ζωή, και μεταφέρει τον αναγνώστη άλλοτε στις πιο ψηλές ανταύγειες, στα “highlights” των χρωμάτων, για ό,τι ωραίο, υπέροχο και αληθινό της αγάπης, κι άλλοτε, στη διάττοντα πτώση του εσωτερικού φωτισμού, ή και στο πλήρες “darkness” της φύσης του ανθρώπου, που σβήνει και τις σκιές με ό,τι αλλοτριωτικό, και «σπάζει» και τον έρωτα, και τη συνείδηση.
Είναι ως σύνολο ψυχικής και κοινωνικής ενέργειας, που εκδηλώνονται οι μικρές κι αυτοτελείς συμπεριφορικές «ερωτικές ιστορίες», «ερωτικές περιπέτειες», «ερωτικές προσδοκίες», «ερωτικές προδοσίες», που αποτελούν τον πλούτο του βιβλίου, γιατί ως ιστορίες, περιπέτειες, προσδοκίες και προδοσίες συνδέονται με τη ψυχοβιολογική διάσταση των ηρώων του Χατζηματθαίου κι αποκτούν «δομικές συζεύξεις», με φόντο τις ποικίλες εκφάνσεις του κοινωνικού φαινομένου της διαταραγμένης εποχής μας. Ο συγγραφέας ακολουθεί μια ρεαλιστική βασική αρχή στα σενάριά του, που – θα έλεγα – θα προβλημάτιζαν ένα κοινωνιολόγο στο μεταπτυχιακό του· διαφοροποιεί σαφώς τη ψυχική από την κοινωνική ενέργεια του ανθρώπου κι απομακρύνει τα πρόσωπα από την αντίληψη, τόσο με ερεθίσματα που ήθελε τον κόσμο διαιρεμένο σε ανθρώπους, αγγέλους και ζώα, όσο και από την παραδοξότητα της δημιουργίας συγκινησιακών «ιδεατών τύπων», χαρακτήρων εξωλογικών επιδράσεων, που γίνονται αντιληπτοί βάσει κοινωνιολογικών διακρίσεων καλός/ κακός, δίκαιος/ άδικος, ωραίος/ άσχημος, εξωστρεφής/ ενδοστρεφής. Ανεξάρτητα απ’ όσο πραγματικά ήθελε, κτίζει σενάρια που η ψυχική ενέργεια του ανθρώπου εξελίσσεται, έχοντας περιβάλλον την κοινωνική του ενέργεια, και αντιστρόφως, η κοινωνική ενέργεια εξελίσσεται, έχοντας περιβάλλον τη ψυχική του ενέργεια.
Η υπόθεση του νέου του μυθιστορήματος είναι και κοινωνική, και αισθηματική, και συμπεριφορική, και ρεαλιστική. Είναι ιστορίες, και με πάθη, και με εξαρτήσεις και με εκμετάλλευση, οικονομική και ψυχολογική, που έχουν άξονα αναφοράς το χρήμα και την παρανομία των ναρκωτικών, που σκοτώνει νέους και φθείρει οικογένειες και κοινωνίες. Στην πλοκή του κειμένου, το κακό και το ανέντιμο συναντιέται μεταμφιεσμένο, με τη συνήθη μάσκα της «καλοσύνης» και της «εντιμότητας», με όλες τις «φιλανθρωπικές προεκτάσεις» που χρειάζεται ο «λύκος», για να φιλοξενηθεί στη «στάνη των προβάτων», ως επίσημος καλεσμένος.
Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε μορφή «τριλογίας» κοινωνικών ηθών και συμπεριφορικών συγκρούσεων. Αποκαλύπτει με εικόνες πίστης τον άνθρωπο στο αποκορύφωμα του απόλυτου έρωτα, που «πλημυρίζει τις ψυχές», όπως λέει ο συγγραφέας, αλλά, και ένα σημαντικό μέρος της υπαρκτής απατηλής ακτινοβολίας του ψεύτικου έρωτα σε σχέση με την οργανική ζωή των ανθρώπων της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Το βιβλίο αρχίζει, όπως πιο πάνω αναφέραμε, ως μια πρώτη «αφαιρετική ωδή» με τον νεανικό αυθεντικό και γνήσιο έρωτα, της Ελένης, της κεντρικής ηρωίδας του βιβλίου, για τον Παύλο, τον γιο του εργοδότη της. Κι ο Χατζηματθαίου θέτει επί σκηνής την προσωποποιημένη αφιλαυτία της Ελένης να παλεύει με τη φιλαυτία του Μάρκου Γέρακα, του πατέρα του Παύλου. Με προφάσεις αμφισβήτησης των αγνών κινήτρων της ερωτευμένης Ελένης, νικά η φιλαυτία.
«Αιδώς Αργείοι»…
Τα «έργα και ημέραι» του Γέρακα δεν τελειώνουν εδώ. Έχει πολλά να αποκαλύψει το «Πικρή Σοκολάτα»…
Η «σκληρότητα», η «βλασφημία», η «ύβρις», η «πλεονεξία», η «αδικία», η «δολοπλοκία», η «κενοδοξία», εμφανίζονται όλα, όλα μαζί, και τα επτά «θανάσιμα αμαρτήματα» καλυμμένα με φενάκη απατηλής αίγλης, στο πρόσωπο του Μάρκου Γέρακα, που υποκριτικά παρεμβαίνει ηθικολογώντας στον συντηρητικά καλουπωμένο και χειραγωγημένο κόσμο του Παύλου. Η «κάθετη» διχοτομική διάταξη των οικονομικών κινήτρων του σκληρού και καταπιεστικού πατέρα, δαμάζει τελικά τον γιο· τον απομακρύνει από το «κατώφλι» της φτωχής κόρης. Ο Παύλος, ο «τέλειος», που ακτινοβολεί αγάπη και έρωτα, παλεύει ενάντια στις αντιξοότητες, που διαταράσσουν τον έσω κόσμο του· όμως, πάλι, υπάρχει η άλλη όψη του Ιανού, του θεού με τα δυο πρόσωπα, είναι ένας άλλος Παύλος, ο οργανικά υποταγμένος από τον οικονομικό πόλεμο του πατέρα του, που χάνει και τις τελευταίες αντιστάσεις του. Ο έρωτας του Παύλου υποχωρεί και υποτάσσεται στις επιλογές του Μάρκου Γέρακα.
Θα κλείσει, έτσι, το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου «περί έρωτα» και «περί μη-έρωτα», «περί ειλικρίνειας και ανειλικρίνειας», «περί θάρρους και δειλίας», με την υπέροχη αγάπη του Παύλου να αιχμαλωτίζεται και να εξανεμίζεται άπαξ διά παντός μια υπέροχη σχέση μέσα στα «γρανάζια» των μηχανισμών μιας πραγματικότητας, που προκαλεί η μέγγενη των ψυχικών και κοινωνικών πιέσεων· κι όταν από τα “highlights” η αγάπη πέφτει στα “lowlights”, είναι τότε που λέμε πως σταματούν και οι τελευταίες αντιστάσεις της φύσης. Στο βιβλίο του Χατζηματθαίου, ο Παύλος αγωνίστηκε για την αγάπη, όμως, υπεχώρησε. Η λειτουργική κόπωση πέρασε τα όριά της, και η πνιγμένη ανάσα υπέκυψε στην αγκαλιά του χρήματος, που υποσχόταν ένα άλλο πρόσωπο, κάτι που θυμίζει μεσαιωνικούς αγγλικούς στίχους, με «κάστρα» πλουσίων και «κατώφλια» φτωχών, εμπνευσμένους από την τότε φιλοσοφική νοοτροπία της επίσημης Εκκλησίας των φεουδαρχικών κοινωνιών,
“The rich man at his castle
The poor man at his gate
God made them high or lowly
And ordered their estate”![2]
Ο συγγραφέας ζωγραφίζει και το πορτραίτο των προσώπων του βιβλίου του, και την αρχιτεκτονική των κάστρων τους, πλέκοντας την πλούσια πλοκή της δράσης και του ρόλου τους με παλίνδρομες διακυμάνσεις, ανατροπές, συγκρούσεις και προστριβές. Στην Κύπρο κατασκευάζει την εταιρεία «Μάρκος Γέρακας και Υιός», στενά συνδεμένη ως υπο-αντιπροσωπία εισαγωγής «κεραμικών ειδών» από την «Φωτεινός και Φωτεινός Α.Ε.» της Ελλάδας, της περιβόητης εταιρείας του Λάμπρου Φωτεινού, εξειδικευμένης στην απανθρωποποίηση και στην κίνηση των ναρκωτικών…
– «Έσσεται ήμαρ» και γι’ αυτούς…
– «Έστι δίκης οφθαλμός ος τα πάνθ’ ορά», κι ας μείνουμε έως εδώ, αφήνοντας τον αναγνώστη να γνωρίσει και το της «δίκης» και το της «νέμεσης» της ιστορίας τους!
<<***>>
Η Λευκωσία του Παύλου, «οδηγεί» την Ελένη να φύγει για την Αθήνα, μια πικραμένη κόρη, χωρίς Παύλο. Συγκατοικεί με την καλύτερη της φίλη, τη Σοφία, το «Σοφάκι της», όπως γεμάτη από αγάπη την ονόμαζε χαϊδευτικά. Βρίσκει μια πρώτη ηρεμία με την αγαπημένη φίλη της. Όμως, πάλι, το «Πικρή Σοκολάτα» έχει κι άλλες εκφάνσεις και γεύσεις στον ουρανίσκο μας· θα δούμε μέχρι και την κάποια καίρια στιγμή, που η Ελένη, εκεί, που ανέμενε την φιλική παρηγοριά, να «εισπράττει» την ύφανση της προδοσίας από την πιο αγαπημένη της φίλη.
Και η πλοκή και στην Αθήνα σκιαγραφείται με νέους έρωτες και πάθη. Αρχίζει με την παρουσία ενός νέου προσώπου στην καρδιά της Ελένης, τον Θανάση. Ένα πρόσωπο που αγάπησε, χωρίς να γνωρίζει την αμφιλεγόμενη προσωπικότητά του, με τα επίκτητα ψυχωτικά στοιχεία από τον πρώτο αποτυχημένο του έρωτα.
– Διαβάζοντας, φίλες και φίλοι, από την παγκόσμια λογοτεχνία Κάρολο Ντίκενς, κάπου στο «Μεγάλες Προσδοκίες», σταματώ στα λόγια της Μις Χάβισαμ, της γηραιάς και εγκαταλειμμένης, λίγο πριν από τον γάμο της, μόνιμα ντυμένης με νυμφικό γεροντοκόρης, ηρωίδας του Ντίκενς. Το ηλικιωμένο χλωμό πρόσωπο, κουβαλούσε στη ράχη του από τα νιάτα της το «σύνδρομο να μην μπορεί ν’ αγαπήσει», ένα σύνδρομο που εξελίσσεται σαν αποτέλεσμα μιας ψυχικής ερωτικής απογοήτευσης. Μιλούσε στα δυο μικρά παιδιά, τον Πιπ και την Εστέλα, ήρωες του Ντίκενς, επικοινωνούσε το σύνδρομό της, γιατί η ίδια ήταν και θύμα κι θύτης. Ήταν πάντα ντυμένη με το γραφικό νυμφικό στο σκοτεινό δωμάτιο, με τα κλειστά παράθυρα, για να μην αντικρύσει ούτε τις ηλιαχτίδες της αγάπης, ούτε και τα χρώματα της φύσης. Η αντιφατική της προσωπικότητα από τη μια ενθάρρυνε τον μικρό Πιπ ν’ αγαπήσει την Εστέλα, και από την άλλη παρότρυνε τη μικρή Εστέλα να του ραγίσει την καρδιά, να ραγίζει την καρδιά σε κάθε αγόρι.
– «Όσο μεγαλώνει δεν γίνεται όλο και πιο όμορφη Πιπ»;». Η ψυχωτική πλευρά τις Μις Χάβισαμ απολάμβανε το «Ναι», που περιέκλειε η πλατωνική μορφή του έρωτα στο αρσενικό, γιατί της υποσχόταν να πληγωθεί από το θηλυκό
– «Ράγισε την καρδιά τους, καμάρι μου και ελπίδα μου, ράγισε την καρδιά τους και μη δείχνεις έλεος!», έλεγε κι αγκάλιαζε με στοργή «το θηλυκό εργαλείο της», την πανέμορφη Εστέλα, που τη χρησιμοποιούσε σαν το παιγνίδι να εκδικηθεί ό,τι το αρσενικό.
Το εκδικητικό σύμπλεγμα των ασυνείδητων σκέψεων και ιδεών, που εστιάζεται στην επιθυμία ενός ατόμου να «εκδικηθεί» τον άνθρωπο του αντίθετου φύλου με ένα «ερωτικό παίγνιο», και, που εσκεμμένα τραυματίζει και τον έρωτα, και την ψυχή, και, προκαλεί κατακόρυφη την πτώση των πληγωμένων αισθημάτων, χωρίς να είμαι ειδικός, θα το ονόμαζα το «σύνδρομο του αποτυχημένου να ερωτευτεί», ή «σύνδρομο να μην μπορεί ν’ αγαπήσει», ή πιο απλά το «σύνδρομο της Μις Χάβισαμ», υπόδειγμα από το όνομα και το πρόσωπο της δημιουργικής φαντασίας του μεγάλου Κάρολου Ντίκενς.
– Ο Θανάσης, στο «Πικρή Σοκολάτα», είχε αυτό το σύνδρομο σαν γνώρισε την Ελένη. Υπήρξε κι αυτός θύμα της ερωτικής του ζωής, θύμα από τον πρώτο του έρωτα, κι από τότε αλλοτριώθηκε η προσωπικότητά του. Πριν γνωρίσει την Ελένη αγάπησε έντονα κάποια Στέλλα, ένα άλλο πορτραίτο ωραίου θηλυκού στο βιβλίο του Άθου Χατζηματθαίου· ο έρωτας του Θανάση για τη Στέλλα ήταν φύσει «αγγελικός», η προσδοκώμενη – θα έλεγα – πηγή της ζωής του. Όλα άλλαξαν, όμως, όταν κατάλαβε τον εαυτό του να είναι απλά ένα χρήσιμο αντικείμενο της «θεάς που αγάπησε». Η πλοκή της ιστορίας, τού γέμισε πληγές βαθειά μέσα στα συναισθήματά του, και μπροστά στην στυγνή αλήθεια, που τον έκανε θύμα ενός παγιδευμένου έρωτα, γίνεται ο εκδικητικός θύτης, ανασχηματίζεται ο τιμωρός προς κάθε θηλυκό, ενεργοποιείται το «σύνδρομο της Μις Χάβισαμ», με εργαλείο τον «έρωτα» να σκοτώνει τον έρωτα. Έτσι, ο εγκαταλελειμμένος από ένα θηλυκό, το θύμα, μετατρέπεται σε θύτη, που εκδικείται κάθε θηλυκό, που συναντά στη ζωή του. Στο «Πικρή Σοκολάτα» συναντάμε τα πετρωμένα αισθήματα του Θανάση, μεταμφιεσμένα με τις πιο λεπτές ευαισθησίες ενός ερωτευμένου να απολαμβάνουν τον σαρκικό έρωτα. Με φενάκη ειλικρίνειας και τελειότητας κρύβεται η εσωτερική ασχήμια ενός προκατασκευασμένου «έρωτα» της ψεύτικης αγάπης, που σαρώνει το κάθε τι στο πέρασμά της. Η «Ελένη της αγάπης» εύκολα πέφτει στα πλοκάμια του «ερωτύλου γύπα», γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί ότι εκείνος, ο γήινος «θεός και άγγελος του έρωτα και της σιγουριάς», ο «τέλειος», θα μπορούσε αδίστακτα να συνάψει δεσμό, ακόμη και με τη φίλη της, την πιο καλή της φίλη, το «Σοφάκι» της αιώνιας φιλίας, απλά για τις ορέξεις του, αλλά κυρίως για να την πληγώσει.
Το μήνυμα που κατασκευάζει ο Χατζηματθαίου το θέλει να είναι η γνησιότητα της φιλίας και της αγάπης, αυτό που εκπροσωπεί η κεντρική του ηρωίδα. Στις «περί έρωτα ιστορίες» του, ο Χατζηματθαίου, μάς γράφει και για τον αγνό – τον φύσει νατουραλιστικό έρωτα, αλλά, και βάζει απέναντι τον εφήμερο-σαρκικό και προδομένο, αλλοτριωμένο έρωτα, που προκαλεί τη διάσπαση της φιλίας και της αγάπης. Τα πρόσωπα, οι συγκρούσεις κι ο «έρωτας» παίζουν ένα ιδιαίτερα αντιφατικό ρόλο στο κεφάλαιο «Θανάσης», αποκαλύπτουν κάποιες πραγματικότητες της κοινωνίας, με την έννοια και του παράλληλου διπλού ερωτικού δεσμού του Θανάση, άσχετα με τον αντιφατικό του χαρακτήρα, και της προδοσίας μιας φιλίας ζωής της Σοφίας, άσχετα με τις βασανιστικές της ενοχές.
Ο συγγραφέας, καταφέρνει και μεταφέρει τον αναγνώστη να γίνει «ταξιδευτής» στο «μαγνητικό πεδίο των συναισθημάτων», που διαχρονικά προκαλεί η «έλξις» του μυθικού Έρωτα με τη Ψυχή, αλλά και να νιώσει τη βασανιστική διαδρομή της ψυχής, της «δικής του εσωτερικής Ελένης», γνωστής και άγνωστης ηρωίδας του εσωτερικού μας κόσμου, με φόντο τη δηλητηριασμένη κοινωνία, που βάλλει και στις Ελένες και στους Παύλους και στις Σοφίες, μ’ όλες τις εκφάνσεις της.
<< *** >>
Η αρχιτεκτονική του βιβλίου είναι πολλά και μικρά κεφάλαια, γραμμένα με τεχνική να διαβάζονται τροχάδην. Οι σελίδες τρέχουν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, και το ένα κεφάλαιο ταχύρυθμα «προκαλεί» το άλλο κεφαλαίο να διαβαστεί, γιατί ακολουθούν προαπαιτούμενες διεισδύσεις από το αμέσως επόμενο, με δυνητική πλοκή, που κρατά τον αναγνώστη και σε αγωνία, και σε εγρήγορση. Οι 409 σελίδες διαβάζονται, όπως παίζεται ένα παιγνίδι επιτραπέζιας αντισφαίρισης «πινγκ-πονγκ», που μας αφήνει περιορισμένο χρόνο αντίδρασης, γιατί διαβάζεται χωρίς διακοπή. Ίσως, να γράφτηκε κι ως ένα “playback” χαλαρών αιτιοκρατικών συνδέσεων, γιατί είναι προφανής η μεθεξιακή συνθετότητα της πλοκής πολλών λογοτεχνικών συρραμμένων «σκαριφημάτων», που κατά καιρούς ιχνηλατούσε, ζωγράφιζε και σημείωνε ο συγγραφέας από τις ποικίλες παρατηρήσεις και σημάνσεις της σύγχρονης αναπαραγωγής της κοινωνίας μας. Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι κι αυτοί όπως οι παίκτες της αντισφαίρισης, κρατούν το μπαλάκι σ’ ένα από τα δυο χέρια, κρύβοντάς τα κάτω από το τραπέζι, έτσι, που ο «αντίπαλος» να μην μπορεί να υποθέσει σε πιο χέρι βρίσκεται η μπάλα.
Το «περί έρωτα» στοιχείο, θα το βρούμε να κυριαρχεί στο κάθε «τετράδιο» της τριλογίας του – αν θέλετε – και σε κάθε λογοτεχνικό «σκαρίφημα», με διαφορετικό όμως ψυχοκοινωνικό φόντο. Ο συγγραφέας, «περνώντας μας, μέσα από τα άστρα», πλέκει τον λογοτεχνικό ιστό με λυρικό προσανατολισμό γραφής, χρησιμοποιώντας σενάρια απόλυτα ρεαλιστικά, που κινούνται στην ασύμπτωτη αναζήτηση μιας λεγόμενης «υπέρτατης αγάπης», ανάμεσα σε πάθη, πλάνες, εξαρτήσεις, εκμετάλλευση, και οικονομική, και ψυχολογική αλλοίωση, που αλλοτριώνει τους ανθρώπους σε «αρνιά» και «λύκους».
Στο βιβλίο του, απέναντι στη συνέπεια της κύριας ηρωίδας της Ελένης, προς το γνήσιο και το αυθεντικό του ανιδιοτελούς έρωτα, που «φτερουγίζει» μέσα στα ζωντανά συναισθήματα της αγάπης της, γράφει και πώς ξετυλίγεται η λειτουργική ασυνέπεια των ανθρώπων που αγάπησε· ασυνέπεια, που ραγίζει τα αισθήματα και προκαλεί την «εντροπία» στον συναισθηματικό κόσμο του ανθρώπου. Χρειαζόταν αυτή η «έκρηξη» μέσα στο εσωτερικό περιβάλλον της Ελένης, γιατί είναι μια πλοκή, που σε λανθάνουσα κατάσταση αφυπνίζει και τον κόσμο του αναγνώστη από μια δυνητική αντιρρόπηση μεταξύ νόησης και συναισθήματος, αίσθησης και ενόρασης. Η βασανιστική αποκάλυψη της αλήθειας ενός τρομακτικού κόσμου, όπως ο κόσμος της Ελένης, προδομένη από τον έρωτα, προδομένη από την πιο καλή της φίλη, προδομένη από τις χάρες, που ως χτες ήταν ο χωρίς αντιπαλότητα, χωρίς νόηση και ενόραση εαυτός της, στηλιτεύει το πώς ένας κόσμος των ψεύτικων συναισθημάτων ρίχνει κατακόρυφα τον κόσμο των αληθινών συναισθημάτων. Και, από το χαμόγελο του λαμπερού ήλιου των ωραίων συναισθημάτων, που καταλήγει σε ένα σκοτεινό θάλαμο στα έγκατα της γης, μάς οδηγεί ο συγγραφέας να μπούμε στην επόμενη, και τη μεθεπόμενη εικόνα της τριλογίας του, αφήνοντας τον αναγνώστη να «ταξιδέψει» με μια προσπάθεια της ελπίδας για πέταγμα.
<< *** >>
Στη γραφή του, μορφές λυρισμού διεγείρουν τον αναγνώστη να αναγνωρίσει την ποιητικότητα του έρωτα. Το ταξίδι ανάμεσα στ’ άστρα μάς συνεπαίρνει και μας εξισορροπεί με την τελευταία περιγραφή της σχέσης της κεντρικής ηρωίδας με τον Αλέκο. Είναι η υγιής διαφυγή μας από τη βασανιστική μοίρα της ηρωίδας του Χατζηματθαίου, μάς οδηγεί σε μια Ιθάκη της πραγματικής αλήθειας του έρωτα, και σαν δίδαγμα περνά η πλοκή στην αρετή της αγάπης, «Αρετή μέγιστον των εν ανθρώποις καλόν»[3].
Ο Αλέκος και η Ελένη αποτελούν τους δυο ήρωες του λογοτέχνη, στην πιο ειλικρινή ανθρώπινη σχέση, τούς παρουσιάζει με σεβασμό ως υποκείμενα δικαιωμάτων της δυαδικής σύζευξης του εξανθρωπισμένου «Έρωτα» με την «Αγάπη». Η περιγραφή αυτής της σύζευξης προκαλεί τον αναγνώστη να νιώσει τη ψυχική αντιοξειδωτική δράση του νατουραλισμού του ανθρώπου, με γεύση «σοκολάτας υγείας», που φιλά και γλυκαίνει τους ουρανίσκους μας. Έντεχνα, ο συμπαθέστατός μας μυθιστοριογράφος, αφήνει το μήνυμα, που συγκλίνει στο «Εμείς»· το «Εμείς», με κεφαλαίο το «Ε» του «δίδω» και «παίρνω», το χωρίς ψευδαισθήσεις “do ut des” της πικρής μαύρης σοκολάτας υγείας, χωρίς γέμιση «χοληστερόλης», χωρίς την αλλοτρίωση του «αυτός», ή του «αυτή». Ας δούμε τις «διανυσματικές κινήσεις» από τη μικροσκοπική περιγραφή του Έρωτα με την Ψυχή, που μοιάζει σαν ένα γλυκό τραγούδι, αφού στον πραγματικό έρωτα χορεύουνε και οι νότες, και οι νύμφες!
Δανείζομαι τον τελευταίο διάλογο του μυθιστορήματος, κλείνοντας με το ταξίδι του Έρωτα και της Ψυχής στο μαγευτικό Πήλιο, με την Ελένη και τον Αλέκο να ανηφορίζουν για το χωριό του Αλέκου, για να γνωρίσουν και οι γονείς την υποψήφια νύφη τους. Ο μυθιστοριογράφος αφήνει την Ελένη στην προσπάθειά της, «να κρατήσει όσο πιο πολύ γινόταν εκείνο το γλυκό ηδονικό ταξίδι». Η ποιητικότητα του λόγου, «κλείνει για λίγα δευτερόλεπτα τα βλέφαρα της κόρης», με κλειστά βλέφαρα η κλεψύδρα σταμάτα να μετρά τον χρόνο της αγάπης, και το γλυκό ταξίδι παραμένει ασταμάτητο· γράφει:
[…] Δεν είναι υπέροχα, Αλέκο μου(;)· τον ρώτησε.
Ένα γλυκό χαμόγελο άνθισε στα χείλη του. Άπλωσε τα χέρια και της χάιδεψε τα μαλλιά.
– Είσαι πολύ όμορφη, της είπε και αναζήτησε τα χείλη της.
Η Ελένη άφησε ελεύθερο το σώμα της να γείρει απάνω του και τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα φιλί γεμάτο πάθος.
– Σ’ αγαπώ, Ελένη, σ’ αγαπώ πολύ, της ψιθύρισε στο αυτί.
– Κι εγώ σ’ αγαπώ, Αλέκο.
Αυτός την έσφιξε στην αγκαλιά του. Η φλόγα του πάθους που σιγόκαιγε μέσα τους άρχισε να φουντώνει επικίνδυνα. Τα χείλη τους ενώθηκαν και πάλιν.
– Σε ποθώ, της ψιθύρισε στο αυτί.
Η φωνή του ακούστηκε στ’ αυτιά της σαν μια εξωτική μελωδία. Κάρφωσε τα μάτια της μέσα στα δικά του. Το βλέμμα της μαρτυρούσε αβίαστα και το δικό της άσβεστο πόθο. Την πήρε στην αγκαλιά του και αφού έκανε λίγα βήματα πιο πέρα την άφησε να ξαπλώσει στο χοντρό χαλί που βρισκόταν απλωμένο μπροστά από το αναμμένο τζάκι.
Η Ελένη του χαμογέλασε γλυκά. Ο Αλέκος δεν άργησε να ξαπλώσει πλάι της. Τα χείλη τους ξανάσμιξαν σε ένα παρατεταμένο φιλί γεμάτο πάθος. Το ερωτικό ταξίδι είχε αρχίσει. Τα φιλιά του άρχισαν να κεντούν πια το κάθε εκατοστό του κορμιού της που βρέθηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ολόγυμνο να σπαρταρά μέσα στα επιδέξια χέρια του.
Η Ελένη αφέθηκε στα φιλιά του, μη μπορώντας ν’ αντιδράσει. Ένα γλυκό ηδονικό ρίγος πλημμύρισε ολόκληρο της το κορμί. Η φλόγα του πόθου είχε αιχμαλωτίσει το κάθε μόριο του σώματός της, που συγκλονιζόταν από ηδονικούς σπασμούς.
– Σε θέλω, ψιθύρισε ο Αλέκος με φωνή ξεθωριασμένη από τον ερωτισμό που τη δονούσε συθέμελα.
– Κι εγώ σε θέλω, κι εγώ σε θέλω…
Σε λίγα δευτερόλεπτα τα δυο κορμιά λουσμένα από τον ιδρώτα του ξέφρενου ερωτικού πάθους ξέφυγαν από τον στενόχωρο καναπέ και κυλιόντουσαν πάνω στο χοντρό χαλί […].
Η συγγραφική δύναμη του Χατζηματθαίου ξεχωρίζει και σε αυτό το μυθιστορικό έργο· διαθέτει ένα διακριτικό ανάμικτο γνώρισμα γραφής, που αναπαράγει, αφενός, μικροσκοπικά το περιγραφικό στοιχείο του ερωτισμού, του πάθους, του έρωτα και της αγάπης, και αφετέρου μια εκλεπτυσμένη μακροσκοπική «διανυσματική κίνηση» λόγου – θα έλεγα – υπερρεαλιστικής πρόζας, που συναντάς και σε ελεύθερο «στίχο» ρομαντικών ποιητών.
Σε κάθε ταξίδι του δημιουργικού λόγου προσδιορίζεται μια νοηματική δυνητική «τροχιά», «ανάμεσα στ’ άστρα» όπως λέει ο ποιητής, που περιλαμβάνει και «φορά», και «διεύθυνση», και «μέγεθος». Αυτή η τριαδική συνδεσιμότητα της μαθηματικής σκέψης, το «μαθηματικό διάνυσμα», εκφράζει, σε τελευταία ανάλυση, μια μορφή φιλολογικού διαλογισμού, με «ανυσματικό λόγο»!
Ο Χατζηματθαίου στο «Πικρή Σοκολάτα» διαχωρίζει τη δύναμη του Έρωτα σε δύο «διανυσματικές μορφές», αυτήν που οδηγεί στην Αρετή, και εκείνη που οδηγεί στην Αλλοτρίωση. Το «ταξίδι» της Ελένης, μάς οδηγεί, να αναπαράγουμε, άλλοτε, εικόνες της αντιοξειδωτικής δράσης της νιότης μας, με τον Έρωτα ανίκητο στη μάχη, ανίκητο σε κάθε μάχη, όπως ακριβώς γλύκαινε θεραπευτικά τον ουρανίσκο μας, η «τροφή των θεών», κι άλλοτε εικόνες, που ρυτίδωναν τα μανιασμένα ερωτικά μας νιάτα, με τον Έρωτα ν’ ανάβει ταραχή, φωτιές κι αμάχη ανάμεσα μας!
– Το μυθιστόρημα «Πικρή Σοκολάτα», σε έκδοση «Όστρια», 2015, πέρασε από τους διηθητικούς μηχανισμούς της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών πριν ακόμη από την έκδοσή του, και κρίθηκε να επιστρέψει στη μυθιστορική Ιθάκη των Κυπρίων δημιουργών, φέρνοντάς μας, ένα ακόμη τιμητικό πανελλήνιο βραβείο!
<< *** >>
Φίλες και φίλοι,
Κλείνοντας, ευχαριστώ τον φίλο ποιητή και πεζογράφο Άθω Χατζηματθαίου, που μου έχει εμπιστευτεί να παρουσιάσω το νέο του βιβλίο, το «Πικρή Σοκολάτα», που ανθρωπολογεί τον Έρωτα. Η βελούδινη υφή του λόγου του, που περιγράφει τον Έρωτα, με ξεχωριστή αρωματική γεύση, ανοίγει την ατραπό για νέα μυθιστορήματα αγάπης, αλλά κι οδυσσειών ανάμεσα στ’ άστρα! Τον ευχαριστώ με τέσσερα δεκαεπτασύλλαβα, αφιερωμένα στο βιβλίο του·
Τροφή των θεών
Ο Έρωτας ορμά
Αγονάτιστος
Οι απαρομοίαστοι χαρακτήρες που μας συνήθισε ο Άθως Χατζηματθαίου, το χρωστά στον άμεσο ρεαλισμό του, στην άμεση επαφή του με τα πράγματα και τη ζωή, που αναπαριστάνει σε πραγματικούς ανθρώπους, πραγματικά πάθη, πραγματικούς έρωτες, πραγματικές δυνάμεις και αδυναμίες. Δεδομένου των έντεχνων αλληλοδιεισδύσεων των σεναρίων και της πλοκής του μυθιστορήματος, το «Πικρή σοκολάτα» προσφέρεται να μετεξελιχτεί, με ελεύθερη απόδοση μιας ερωτικής οδύσσειας, σε δράμα μπροστά στα φώτα της ράμπας.
Πικρή σοκολάτα
Υγείας
Ερωτική οδύσσεια
Έρως
Γλυκαίνει τον ουρανίσκο
Στα μανιασμένα Νιάτα
Φίλαυτος,
Ο Πλούτος, καραδοκεί
Να σκοτωθεί ο Έρως
Τροφή των θεών
Ο Έρωτας ορμά
Αγονάτιστος
Κρίστης Χαράκης
Λεμεσός 20 Μαΐου, 2016
Πολιτιστικό της Τράπεζας ΚΎΠΡΟΥ
[1] [Για τα πιο κάτω αντιπροσωπευτικά slogans παραπέμπεται ο αναγνώστης να διαβάσει στο «Περί Έρωτα», Εκδόσεις «Περίπλους», 1998].
[2] «Ο πλούσιος στο κάστρο του/ Ο φτωχός στο κατώφλι του/ Ο Θεός τους έστησε ψηλά ή χαμηλά/ Και κανόνισε τη σειρά τους».
[3] Ιωάννου Στοβαίου – Ανθολόγιον, Περί Αρετής, Ευρίπιδου αρ. 7.
Leave a Reply