ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΜΙΜΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ 23 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013

Slider
28/07/2015
0 Σχόλια
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΜΙΜΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ 23 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ «ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ»

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΜΙΜΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ

ΔΕΥΤΕΡΑ 23 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013, 7:00 μ. μ.
ΣΤΕΓΗ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ ΛΕΜΕΣΟΣ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

1. Χαιρετισμός από τον Δρα Κρίστη Χαράκη, Πρόεδρο της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού – «Βασίλης Μιχαηλίδης»
2. Χαιρετισμός από τον εκπρόσωπο της Alliance Francaise Λεμεσού
3. Εισήγηση: «Ο ποιητικός λόγος του Μίμη Ιακωβίδη» από τον κύριο Σταύρο Σταύρου, Συγγραφέα – Λογοτέχνη, Ειδικό Γραμματέα του Φ. Σ. Παρνασσός και Τακτικό Μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού – Βασίλης Μιχαηλίδης
4. Εισήγηση: Το μεταφραστικό έργο του Μίμη Ιακωβίδη από την κυρία Άνδρη Χριστοφίδου-Αντωνιάδου, Καθηγήτρια Γαλλικής και Ισπανικής Φιλολογίας – Συγγραφέα, Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού – Βασίλης Μιχαηλίδης
5. Παρεμβάσεις – Θύμησες

 

 

Χαιρετισμός από τον Δρα Κρίστη Χαράκη (Πρόεδρο της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού – «Βασίλης Μιχαηλίδης)

«Η ποίηση δεν είναι φυγή, είναι αντίσταση στον κατακτητή καιρό.
Δεν είναι τόπος για ονειροπόληση και ρέμβη,
είναι έρωτας, είναι μάχη και πόλεμος.
Είναι μια απέραντη μοναξιά,
μια νοσταλγία.
Δεν είναι όνειρο είναι σκοπός, είναι ιδρώτας, είναι πόνος.
Η ποίηση είναι δρόμος που επάνω του περπατώ.
Με πάει ως εκεί που δεν έχει τέλος»:

ΜΙΜΗΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ
(Ηλιούπολη 1926 – Λεμεσός 2007)

Χαιρετίζω την πρώτη εκδήλωση φιλολογικού μνημόσυνου της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού – Βασίλης Μιχαηλίδης, που αφιερώνεται στο ποιητικό και μεταφραστικό έργο του αείμνηστου ποιητή και αγωνιστή Μίμη Ιακωβίδη. Σαν πρωτοδιάβασα την ποίηση του Μίμη Ιακωβίδη, έμεινα όντως άφωνος! Ό,τι και να πω στον σύντομο μου χαιρετισμό δεν είναι ισάξιο της αρετής του πνευματικού του δημιουργήματος, ούτε του μεγέθους της αγάπης του για την πόλη μας και για την Κύπρο! Το γαλουχημένο από την αλεξανδρινή ευαισθησία έργο του Ιακωβίδη, τον καθιστά ένα από τους σύγχρονους «θεμελιωτές» του ποιητικού λόγου της Κύπρου και αποτελεί μια ζωντανή μαρτυρία, που δένει την ποίηση με την ιστορική αυτοσυνειδησία και ευθύνη!
Ο Μίμης Ιακωβίδης σπούδασε οικονομικά, εμπορικά και ξένες γλώσσες στην Αγγλία. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού: «Βασίλης Μιχαηλίδης». Η στοχαστική παρουσία του, δεν περιοριζόταν στα όρια μιας πόλης, περνούσε μάλιστα και τα σύνορα της Κύπρου, γιατί φύσει και θέσει ήταν μια Μορφή αυτοποιητικής δημιουργίας με ανοικτούς ορίζοντες στον χωρόχρονο και «δομικές ποιητικές συζεύξεις» ασταμάτητων δημιουργικών επαφών με Ελλαδίτες και ξένους ποιητές. Η πένα του ήταν είς «εν κινήσει» ποιητικός παλμός και κάλυπτε όλο το φάσμα εθνικών, θρησκευτικών και συναισθηματικών προσδοκιών και στις τρεις διαστάσεις του χρόνου (παρελθόν, παρόν και προσδοκώμενο μέλλον). Έγγραψε δώδεκα ποιητικές συλλογές. Ασχολήθηκε με τη μετάφραση ξένης λογοτεχνίας και ειδικότερα με τη γαλλική ποίηση, μεταφράζοντας 122 γάλλους ποιητές. Έχει συνεργαστεί με λογοτεχνικά περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού και ποιήματά του μεταφράστηκαν από άλλους ποιητές στο εξωτερικό.
– Στην πορεία του χρόνου κατέγραψα δώδεκα ποιητικές εκδόσεις του Ιακωβίδη, ήτοι:
1. ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Βιολάρη, Λευκωσία,1973
2. Σύγχρονοι Γάλλοι ποιητές: Ανθολογία, 1973
3. ΤΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, (χ.ε.), Λεμεσός, 1978
4. ΝΕΑ ΓΡΑΦΗ, Αρίστου Φιλή, Λεμεσός, 1983
5. ΕΠΟΧΕΣ, Αρίστου Φιλή, Λεμεσός, 1983
6. ΣΥΝΘΕΣΗ, τυπ. Χρ. Ηροδότου, Λεμεσός, 1987
7. ΔΙΑΔΡΟΜΗ, τυπ. Χρ. Ηροδότου, Λεμεσός, 1987
8. ΠΟΡΕΙΑ, τυπ. Χρ. Ηροδότου, Λεμεσός, 1990
9. ΣΥΛΛΟΓΗ, τυπ. Χρ. Ηροδότου, Λεμεσός, 1990
10. ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙΣ, Λοϊζίδης, Λεμεσός, 1994
11. Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ, (χ.ε.), Λεμεσός, 1999
12. ΕΩΣ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ, Λεμεσός (χ.ε.), 1999

Τον Μίμη Ιακωβίδη, τον θυμάμαι στον περίπατό μου, γιατί στα τελευταία χρόνια της ζωής του, τον συναντούσα, σχεδόν κάθε μέρα, στη μεγάλη αποβάθρα του παλιού λιμανιού. Στεκόταν, ή περπατούσε πάνω στην αποβάθρα της Λεμεσού, και πάντα επέλεγε την ώρα του ηλιοβασιλέματος ενατενίζοντας, με ποιητική ενσυναίσθηση, τα πορφυρά χρώματα από το ηλιόγερμα, που χρωμάτιζε την πόλη. Με την ίδια οπτική συμπεριφορά ανοίγαμε διάλογο, μιλούσαμε για ποίηση, και, για την ποιητική συναισθησία, που «προκαλούσε» τον ορίζοντα και την πόλη, η ομορφιά από το χρώμα στη θάλασσα. Είχε ένα νατουραλιστικό ρομαντισμό που εξανθρώπιζε το φαινόμενο των χρωμάτων, δίδοντας πρόσωπο στη Λεμεσό! Μιλούσαμε για την ποιητικότητα της φύσης, για τη θάλασσα και την πανσέληνο, και πώς – καμιά φορά – το φεγγάρι «αγκάλιαζε και τον ήλιο»!
– Ο έρωτας του Απόλλωνα με τη φύση, ήταν ορατός από την αποβάθρα του παλιού λιμανιού, την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Ο ερωτευμένος με τη φύση ποιητής, ακούει τους καλπασμούς των αλόγων, που σέρνουν το άρμα του θεού Ήλιου, ακούει και τις χορδές της λύρας, που συνοδεύουν τον συριγμό από τα «σπλάχνα» του Αιόλου, που σαν ο θεός του Ανέμου, «προκαλεί» την ηρεμία της θάλασσας με τα πρώτα μουσικά κύματα του ηλιοβασιλέματος…
– Εκεί, κοντά στη θάλασσα και την πόλη, η ποίηση, διδάσκεται την εικαστική τέχνη, κι ο ποιητής «ζωγραφίζει» το μπλε να γεννά τα αμέτρητα, ανάμικτα από χρυσοκόκκινες αποχρώσεις, λευκά σωματίδια των κυμάτων! Όλα τα χρώματα, που απορρόφησε η θάλασσα, αντανακλούσαν ημιτονοειδή κύματα των αποχρώσεων του κόκκινου, του κίτρινου και του χρυσού, με άρωμα ηλιοβασιλέματος…
– Απολαμβάναμε την ποιητικότητα και τον ήχο των χρωμάτων της Δύσης του Ήλιου, μού έδειχνε το κοκκίνισμα της πόλης, και του έδειχνα το χρύσωμα των νερών της θάλασσας! Το ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα του μώλου, είχε για ποιητή τον ίδιο το «θεό της ποίησης», γιατί δεν έσβηνε με τον χρόνο. Τι κι αν ο Ήλιος έδυε σιγά-σιγά μέσα από τα κλαδιά της φοινικιάς στο βάθος; Ο Απόλλωνας, πάντα κρατά τη λύρα στον χώρο των ποιητών!
– Το χρυσοκόκκινο βλέμμα του Απόλλωνα, μάς χάδευε, περνώντας μέσα από την πόλη και από της φοινικιάς τα μεγάλα φύλλα – κάπου μεταξύ της εκκλησίας του Άη Αντώνη και του Τζαμιού, που βρίσκεται στην καρδιά του παλιού «τουρκομαχαλά» της Λεμεσού, η θεότητά του, τραγουδούσε ακόμη και μέσα στα αρωματισμένα κύματα, από τα ηλιο-βασιλεμένα νερά της θάλασσας! Πάντα, ο Μίμης, βρισκόταν στην ίδια ώρα, στο ίδιο σημείο, δεν έχανε το ραντεβού με τον Απόλλωνα, τον έβλεπε να περνά «χαϊδεύοντας» τις κοκκινοχρυσίζουσες «παλάμες» του φοινικόδεντρου και την παλιά πόλη.
– Ακόμη κι’ όταν ο ποιητής έφυγε, τον συναντούσα καμιά φορά νοερά, να θέλει να δει την κοκκινισμένη φοινικιά, λες και επαναλάμβανε τον στίχο του για τη ζωή να τον τραγουδά η πόλη, «Και πες: Όχι, στην άρνηση/ Όχι, στο θάνατο/ Και πες: Ναι, στο φως/ Ναι, στη ζωή/ Για πάντα Ναι, στη ζωή»! Κι’ όμως, φίλε Μίμη, από τότε που μας έφυγες, δεν μπορούμε να δούμε πια τη Φοινικιά, ούτε το τζαμί, ούτε και τον Άη Αντώνη να γίνονται ένα με το ηλιοβασίλεμα. Η φύση μεταμφιέστηκε σε «μπετόν», από το ξεκίνημα της γραφικής αποβάθρας…

Αν πήγαινες στην αποβάθρα του Μόλου,
σήμερα, φίλε, δεν θα (έ)βλεπες την ίδια
πορφυρόλουστη ουσία,

δεν θα (ε)γλείφε ο ήλιος μιναρέδες κι εκκλησιές,
ούτε τα σπίτια, ούτε και την φοινικιά,
που στέκει ολόρθη,

κρυμμένο, τώρα, ειν το βλέμμα του Απόλλωνα
από την σκιά των «αρχιτεκτονημάτων»,
που τύφλωσαν την αποβάθρα, προς την πόλη…

(«Το ποίημά μου <<τυφλωμένη αποβάθρα της Λεμεσού>>, γράφτηκε ως αφιέρωμα στον αοίδιμο ποιητή, Μίμη Ιακωβίδη»: Κρίστης Χαράκης).

– Οι στίχοι, του αείμνηστου Μίμη Ιακωβίδη αποτελούν μια ιστορία εμπνευσμένου στοχασμού ζωής, είναι μια πολύτιμη πνευματική παρακαταθήκη στίχων, με ποιητικό οραματισμό για το μέλλον! το «για πάντα ΝΑΙ, στη ζωή, στην πατρίδα, στην ελευθερία», παραμένει μια αιώνια ορατή ανάδραση από τον κόσμο των Μουσών!

Κρίστης Χαράκης
23 Σεπτεμβρίου, 2013

 

 

Tο ποιητικό έργο του Μίμη Ιακωβίδη
(Φιλολογική ανάλυση του Σταύρου Χ. Σταύρου, συγγραφέα – λογοτέχνη*)

Τύχη αγαθή συνέβαλε να έχω στα χέρια μου και να μελετήσω, το πλούσιο έργο του αναπαυμένου σήμερα αείμνηστου ποιητή Μίμη Ιακωβίδη. Τον ίδιο δεν τον γνώρισα εν ζωή, τον γνώρισα όμως μέσα από το έργο του.

Ευχαριστώ τον Πρόεδρο της Εταιρείας Λεμεσιανών Λογοτεχνών: «Βασίλης Μιχαηλίδης» κύριο Χαράκη Κρίστη, καθώς και τον Γραμματέα κύριο Πετούση Γεώργιο, που συνεισηγητές για την παρουσίαση του έργου του, μου το ενεχείρισαν στην κυριολεξία με μεγάλη χαρά. Το αποδέχθηκα αυτόβουλα και με μεγάλη προθυμία για δύο λόγους. Πρώτο, γιατί ο αείμνηστος Μίμης δεν προσπέρασε οχαδερφικά το εθνικό προσκλητήριο της πατρίδας μας, κατά την περίοδο 1955-1959. Υπήρξαν συναγωνιστές με τον αείμνηστο πατέρα μου, στον κοινό αγώνα για την απελευθέρωση του νησιού μας από τον αποικιοκρατικό ζυγό των Άγγλων. Να λοιπόν το πρώτο ισχυρό συναισθηματικό κίνητρο. Ο δεύτερος λόγος είναι το πλούσιο λογοτεχνικό του έργο στον χώρο της ποίησης, με προεκτάσεις στο χώρο της πατρίδας με ό,τι αυτό περικλείει.

Σπεύδω να διευκρινίσω ότι, με την ομιλία μου αυτή δεν θα κάνω γνωστό τον Μίμη Ιακωβίδη και το έργο του. Είναι ήδη καταξιωμένος και ο ίδιος και το έργο του, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Εμείς εδώ του κάνομε ένα λογοτεχνικό μνημόσυνο.

Γεννήθηκε στην Αίγυπτο από γονείς ελλαδικής και κυπριακής καταγωγής. Συνεχιστής της μακράς και πλούσιας παράδοσης των Κυπρίων λογοτεχνών εκεί, έδωσε πλούσιο ποιητικό και μεταφραστικό έργο, με Καβαφικές επιδράσεις. Παρακολούθησε οικονομικά και ξένες γλώσσες στην Αγγλία. Ήταν μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Ελλάδας και Κύπρου, της Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας Ελλάδας, μέλος του Π.Ε.Ν.(Διεθνής Ένωση Συγγραφέων) και άλλων λογοτεχνικών και πνευματικών σωματείων. Εξέδωσε δεκατέσσερα βιβλία ποίησης και τρείς Ανθολογίες, μεταφράσεις και βιογραφίες Γάλλων. Ποιήματα του μεταφράστηκαν στα Γαλλικά, Αγγλικά, Γερμανικά, Ιταλικά από γνωστούς ξένους λογοτέχνες. Ποιήματα και μεταφράσεις του δημοσιεύθηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά της Ελλάδας της Κύπρου και του Εξωτερικού.

Δεν πρόλαβα να γνωρίσω τον Μίμη Ιακωβίδη πριν ακουστεί γι’ αυτόν το κλητήριο θέσπισμα του Θεού. Τις σπουδαίες πληροφορίες γι’ αυτόν μας τις παρέχει το πλούσιο πεντακάθαρο και βαθιά συνειδητό ποιητικό του έργο, ένα έργο που πιστεύω πως πλάστηκε με αυτοσυνειδησία, το κέρδισμα του εαυτού του και όχι του κοινού. Έργα εσωτερικής γυμνασίας, υπαρξιακά λειτουργήματα μέσα σε χώρο και χρόνο, που διαπνέονται από την υψηλοφροσύνη ενός ευαίσθητου και συγκροτημένου πνεύματος.

Το ποιητικό υποκείμενο του Μίμη Ιακωβίδη βαθιά επηρεασμένο από την ακτινοβόλα υπεροχή του ελληνισμού σε όλα τα πεδία του πολιτισμού,δέκτης αυτής της πνευματικής σφραγίδας, πομπός πλέον ο ίδιος μετουσιώνει την αφομοίωση αυτή σε αντίδωρο προσφοράς.
Χωρίς να αντιπαρέρχεται, να αποσιωπά τα όποια ελαττώματα, αντινομίες στην ψυχοσύνθεση της φυλής μας, γράφει:

«Κυναίγειρε γενναίο παληκάρι,θαυμαστό το επίτευγμά σου.
Με τέτοιους ήρωες(μ’ όλα της φυλής τα ελαττώματα).
Κρατήσαμε ως τώρα, γι’ αυτό ποτέ δε θα χαθούμε».

Σε άλλο ποίημα γράφει:
«Όχι δεν πολέμησε στις Θερμοπύλες από χρέος
Με τους τριακόσιους Λακεδαιμόνιους.
Ο Μεγιστίας από την Ακαρνανία μόνος και εξ ιδίας βουλήσεως
Έτρεξε να πολεμήσει μαζί τους, αφήνοντας πίσω γυναίκα
Παιδιά να τον περιμένουν. Ούτε που λογάριαζε το θάνατο.
Τιμή σ’ εκείνον, σ’ όλους τους <αυτοπροαιρέτως>
Όσους θυσιάζονται ‘ποτέ από το χρέος μη κινούντες’».

Γήινος, χοϊκός, <κληρούχος> όπως όλοι μας, ήρθε και γι’ αυτόν η στιγμή του ανθρώπινου κλήρου. Γράφει σε τρεις στίχους:

«Τελικός προορισμός μας ο Αχέροντας
εκεί πάμε ακάθεκτοι την κάθε ώρα
χωρίς ανάπαυλα ουδεκάν ένα σταθμό».

Όμως στη νομοτελειακή αυτή Αρχή δεν στάθηκε μοιρολάτρης και απαθής. Γράφει σε άλλο ποίημά του:

«Και πες: Όχι στην άρνηση
Όχι στο θάνατο
Και πες: Ναι στο φως
Ναι στη ζωή
Για πάντα Ναι στη ζωή».

Με τους δικούς του σεισμογράφους κατέγραφε, συναισθανόταν τις μύχιες αναταράξεις
αισθηματικές, συναισθηματικές, πατριωτικές, θρησκευτικές. Επικαθόταν σε σεισμογενή χώρο. Και η λάβα του Εγκέλαδου του σε κάποιες φάσεις της ζωής του, πυρακτωμένη κατέκαιε στο πέρασμα της.

Καταγγελτικός, κινούμενος από μια έγγλυφη στο είναι του φιλοπατρία, απέναντι στις αδεξιότητες πολιτικές το πιο πολύ μα και στο συγκρουσιακό που υφέρπει στο D.N.A.του λαού μας, θανατηφόρα διδυμάρια, δρεπανηφόρα και τα δυο, που θέρισαν σαν τα στάχια, ιδανικά, αγώνες, θυσίες ολόκληρου του λαού. Κρατούσε άσβεστη της ψυχής τη λαμπάδα, ανύσταγος στις ποικίλες κακοδαιμονίες της πατρίδας. Το κρεσέντο όμως της συναισθηματικής του φόρτισης, που αποτελεί και το αγκύλι της ψυχής του, είναι η εισβολή του Τούρκου κατακτητή στο νησί με όλα τα επακόλουθα.

– Χαρακτηριστικοί οι στίχοι του:

«Τα φορτώσαμε όλα στη νύχτα
(ας πούμε ότι έφταιγε η νύχτα, το σκοτάδι)
Και δεν είδαμε τα μηνύματα που μας έστελναν.
Το κακό έγινε πια, πάει. Σε λίγες μόνο ώρες άλλαξαν όλα.
Θύελλα πήρε χαμόγελα παιδιών, όνειρα κι ελπίδες, τη γη
Το βιός μας. Κλάψαμε νεκρούς και περιμένουμε ακόμα
Γονείς, αδέρφια, παιδιά, φίλους ακριβούς.
Από προδοσία μήπως; Από λάθος;
Ο ένας στην πλάτη του άλλου ρίχνει τις ευθύνες».

– Σε άλλο ποίημα γράφει:

«Με λάθη
Και φιλονικίες
Με πάθη
Σα λαός και σαν έθνος
Ακριβά την πληρώσαμε
Και να βάλαμε τουλάχιστο μυαλό;»

Οι στίχοι στο ποίημα < Χωρίς Ίσκιο> είναι συγκλονιστικοί.

«Πήραν τον ίσκιο της πέτρας, πήραν τον ίσκιο των βουνών
Πήραν τον ίσκιο των δέντρων κι ακόμα-προχωρούν και πάνε
Οι άρπαγες τίποτα δε θ’ αφήσουνε πίσω τους
Παίρνουν τώρα και τον ίσκιο σου (το πιο πολύτιμο για σένα)».

Όμως, παρά ταύτα, με αναπεπταμένη τη σημαία του εθνικού του φρονήματος, εξαίρει «τον κραδασμό της Κυπριακής ψυχής και της αγάπης της για τη ζωή». Μας γράφει:

«Στο νησί
Της ομορφιάς
Δε σώπασε
Ακούεται
Ακόμα
Η φλογέρα».

Στο ποίημα του «ΟΙ ΛΙΓΟΙ», μέσα από στίχους σφιχτούς, συμπυκνωμένους απόσταγμα σοφίας, αποκαλύπτει πόσο θελκτικό κεφάλαιο ήταν γι’ αυτόν η ποιοτική ζωή, με μια πρισματική αναφορά σε όλες τις προεξοχές της προσωπικότητας αυτών των λίγων. Γράφει λοιπόν:

«Οι πιο πολλοί που πέθαναν φυσιολογικά
Και σε προχωρημένη ηλικία βολεύτηκαν
Όπως όπως σ’ ένα κοινό μετρίου μεγέθους τάφο.

Οι άλλοι όμως οι λίγοι που αναγκαστικά
Πέθαναν, έμειναν έξω δε χωρούσαν ‘κει μέσα
Είχαν καθώς λέγανε πολύ μεγάλες διαστάσεις».

Οι στίχοι του Ιακωβίδη δεν είναι ξίκικοι, αντίθετα είναι μεστοί, έχουν το αναγκαίο βάρος και αποδίδουν μια συνισταμένη εκφρασμένη στα ποικίλα ποιοτικά χαρακτηριστικά του συγγραφέα. Έτσι που τα ποιήματα του να αποπνέουν φρεσκάδα, αισιοδοξία, νοσταλγία, ρήξη με το τετριμμένο, φιλοπατρία, θρησκευτικό συναίσθημα, τον έρωτα μέσα από ποικίλες στιχουργικές μορφές σε ελεύθερο το πιο πολύ στίχο. Και επειδή οι ιδέες κατοικούν μέσα στις λέξεις, ο ποιητής φροντίζει το ενδιαίτημα του που είναι η γλώσσα, γιατί χωρίς αυτήν δεν παράγεται ποίηση. Εποπτική η γλώσσα, εποπτικό μέσο, όπου μια εικόνα χίλιες λέξεις. Έχει εικονική φαντασία. Τα κείμενα απεικονίζουν την καθημερινή ζωή, προσωπική, κοινωνική, εθνική. Από αυτοσεβασμό και εναγκαλισμό με ηθικές αξίες, πουθενά στο έργο του δεν θα εντοπίσει ο αναγνώστης το κακέμφατο.

Πορεύτηκε ενστερνισθείς την άποψη του Άγγλου φιλόσοφου Μπέικον Φράνσις,ότι: <Το πνεύμα δεν έχει ανάγκη από φτερά αλλά από μολύβδινα πέλματα>.

Στο ποίημα η «Τέχνη» γράφει:

«Απ’ τα πρώτα βήματα μου στάθηκε
Φίλη αληθινά την αγάπησα
Πλάι της βήμα-βήμα πέρασε η ζωή μου».

Με τίτλο <Το ποίημα> γράφει:

«Το ποίημα απόταν γράφεται
γεννιέται στη σιωπή
μεσ’ απ’ τα βάθη της καρδιάς
και λέξη τη λέξη δυναμώνει
στ’ αργαστήρι του μυαλού
και γίνεται ήχος αρμονία
μουσικής, φωνή του σύμπαντος».

Σε άλλους στίχους γράφει:

«Αν χαϊδέψεις τη λέξη
θα σου τραγουδήσει.
Αν δαγκώσεις τη λέξη
Θα την πληγώσεις».

Και σ’ άλλους στίχους:

«Η λέξη δίνει φτερά στη σκέψη
και πάει ψηλά ως τα ουράνια».

Σε ένα άλλο, ο στίχος, ενώ φαινομενικά είναι πεζός, έχει ένα γοητευτικό λυρισμό και ρυθμό που φανερώνει τη γνήσια ποιητική φωνή του δημιουργού. Μας αποκαλύπτει τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση γι’ αυτόν.

Γράφει:

< Η ποίηση δεν είναι φυγή, είναι αντίσταση στον κατακτητή καιρό. Δεν είναι τόπος για ονειροπόληση και ρέμβη, είναι έρωτας, είναι μάχη και πόλεμος. Είναι μια απέραντη μοναξιά, μια νοσταλγία. Δεν είναι όνειρο είναι σκοπός, είναι ιδρώτας, είναι πόνος. Η ποίηση είναι δρόμος που επάνω του περπατώ. Με παει ως εκεί που δεν έχει τέλος>.

Όταν το ποιητικό αίτιο έχει την αναφορά του στη δίνη των κλυδώνων (κοινωνική, πολιτική αναταραχή) επαναστατεί εσωτερικά, εκχέει ποταμούς αγανάκτησης για του λιναριού τα πάθη της κοινωνίας και του έθνους. Τελικά όμως ελλιμενίζει στην ελπίδα για την κάθαρση της τραγωδίας. Εραστής του Ευριπίδη, ο οποίος στην τραγωδία του <Τρωάδες> λέγει: <Γλυκό να ξεγελιέται κανείς με κάποια ελπίδα>. Και έτσι συνεχίζει το αρμένισμα του. <Οι ελπίδες θωπεύουν μια καταστροφή όπως τα χορταράκια ένα ερείπιο> μας λέει ο ακαδημαϊκός Καμπούρογλου. Έτσι κατορθώνει να αποφύγει την ομοίωση του με το πρόσωπο του Ιάλεμου παρά τις αντίξοες της ζωής καταστάσεις σε προσωπικό, οικογενειακό και εθνικό επίπεδο.

Γράφει στο ποίημα <ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ>:

«Οι καμπάνες ένα μήνυμα στέλνουν
Να το πάρεις πρέπει και με της πίστης τη χαρά
Το φως της ελπίδας ν’ ανάψεις
Να το κάνεις λόγο και τραγούδι».

Και σ’ ένα άλλο γράφει:

«Μόνη διέξοδος το ταξίδι μόνη ελπίδα
Πολύ το σκεύτηκε δεν υπάρχει άλλη λύση».

Η συνειδησιακή πληρότητα περί της ανωτερότητας του δημιουργού, της δημιουργικής μοναξιάς του που την ευλογεί ο Θεός, εκφρασμένα μέσα στον τελεστικό λόγο του ποιητή. Γράφει:

«Κύριε,
Σε αναζήτησα σε λαμπρές εκκλησίες, σε μεγαλοπρεπείς μητροπόλεις,
Σε φουρτουνιασμένες θάλασσες, σε ήρεμα ακρογιάλια,
Σε βουνά σε ποτάμια, παντού και δε σε βρήκα.
Σε αναζήτησα σε σιωπηλές κάμαρες, στων ποιητών τα έρημα σπίτια,
Στ’ αργαστήρια των δημιουργών της πέτρας, του πηλού και του χρωστήρα.
Εκεί μου μίλησες, εκεί Σε άκουσα,
Εκεί Σε βρήκα Κύριε».

Εδραία η πεποίθηση του για τη σπουδαιότητα της προσφοράς του καλλιτέχνη, ώστε ο ίδιος συνειδητοποιώντας τις αντιξοότητες, τα ποικίλα προβλήματα, γίνεται πιο επιθετικός στην αντιμετώπιση τους. Και όπως γράφει ο ίδιος:

«Και προχωρώ (τι άλλο μπορώ να κάνω).Με το δισάκι
Του χρέους στον ώμο προχωρώ-έτοιμος για τη μέρα
Έτοιμος για τη νύχτα».

Επιμένοντας φανατικά για την ποιότητα ζωής, ο ίδιος μας αποκαλύπτει τον τρόπο που θα <ζεστάνει το κρύο και θα γεμίσει το άδειο της καρδιάς> όπως λέγει και συνεχίζει με προφητικούς στίχους για τη σημερινή εντροπία κοινωνική και πολιτική. Τους έγραψε το 1987.

«Αν αποφασίσεις καμιά μέρα να φύγεις
Από τούτο τον τόπο γιατί δεν ταίριαζε
Στις ανησυχίες σου και ίσως ήταν μακρυά
Κι απ΄ τα όνειρα σου, σκέψου βουνά και θάλασσες
Υπάρχουν παντού,………
Και να θυμάσαι δεν μπορεί κανένας, όχι
Να σου ζεστάνει το κρύο που έχεις μέσα σου
Και το άδειο να γεμίσει της καρδιάς σου.
Πρόσεξε πιότερο μην πληγωθείς
Εγώ δε θα μπορώ να σταθώ πλάι σου
Μόνο τη σκέψη μου θα σου χαρίσω>>.

Η έγγλυφη στο είναι του ανθρωπιά, δεν τον αφήνει να ηρεμήσει με τα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας της πατρίδας του. Οι στίχοι που ακολουθούν στάζουν τα δάκρυα της καρδιάς του. Ο ποιητής ιδιοποιείται τα αλλότρια πάθη, έχει την ενσυναίσθηση. Μας λέγει:

«Είναι και άνθρωποι που δεν έχουν
Πού να πάνε και πού να κοιμηθούν
Γι’ αυτό και κακόμοιρους τους βλέπεις
Κι ακόμα σχεδόν πάντα σκυθρωπούς».

Δεν περιορίζεται σε επισημάνσεις μόνο, αλλά συναισθανόμενος το χρέος του βγαίνει στους ποιητικούς εξώστες του και σέρνει δυνατή φωνή και άλλοτε με μια κατάθεση ψυχής εισηγείται, προτείνει τη μοναδική λύση. Και συνεχίζει:

«Ωστόσο μόλις τους χαιρετίσεις
Είτε μια λέξη φιλική τους πεις
Είν’ περισσότερο απ’ αρκετή
Είναι σαν να τους έχεις χαρίσει
Στέγη, χαρά και συντροφιά, όλο
Όλο σας λέω σχεδόν τον κόσμο».

Πέρασαν τα χρόνια και ο ποιητής Ιακωβίδης έχοντας το πολιό του κεφάλι στις χούφτες ακουμπισμένο, στοχάζεται σε μια άκρη, το παιχνίδι της μοίρας, προβληματίζεται, ανησυχεί για τη διαμορφωμένη καινούργια πραγματικότητα.

Δυνάμεις μέσα και έξω αποπροσανατόλισαν τον λαό με το δελεαστικό υποκατάστατο
την ύλη. Καταναλωτική αφθονία, υποταγή στη μοίρα, και προσπάθεια συσκότισης της μνήμης. Γράφει:

«Θέλω ν’ αρχίσω να μιλώ να σας πω μιαν ιστορία
Απλή κι αληθινή. Ξέρω πως δε θα βάλετε αυτί
Να την ακούσετε γιατί δεν σας ενδιαφέρουν οι απλές
Ιστορίες οι αληθινές.Άλλες οι προτιμήσεις σας
Τώρα. Το μάτι στ’ άγνωστο στραμμένο, καρδιά και μυαλό
Χρέος μου να επιμένω είναι
Ναι, θα φωνάζω δυνατά ίσως και σας αφυπνίσω».
«Γιατί όπως πάμε
Πληθαίνουν εκούσια
Οι επιλήσμονες».

Διαισθάνεται ότι είναι μια δεύτερη Κερκόπορτα που θα οδηγήσει στην ολοκληρωτική άλωση εκ των ένδον τώρα. Φοβάται το φαινόμενο του συβαριτισμού. Ολομεμιάς αμύνεται, στηριζόμενος στον πυλώνα της αξιοπρέπειας και της αισιοδοξίας.

«Φυσά ο αγέρας δυνατά
Γέρνουνε τα σπαρτά για λίγο
Μα σηκώνονται πάλι μετά
Όρθια τα στάχυα να χαρίσουν».

Τοποθετεί κι αυτός το δικό του προσφώλι στη φωλιά της κοινωνίας, την πνευματική του προσφορά, με την προσδοκία ότι θα αποτελέσει το κίνητρο για αφύπνιση και περαιτέρω δημιουργική δραστηριότητα, ιδιαίτερα στον χώρο των νέων ανθρώπων.

«Μικρά ζύμη όλο το φύραμα ζυμοί», μας λέγει ο Παύλος προς Κορινθίους.
Μεγάλο ζητούμενο στις μέρες μας είναι η σύσφιγξη των κοινωνικών σχέσεων που έχουν χαλαρώσει επικίνδυνα με την αλλοτρίωση σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Το πιο πολύ όμως απαιτείται υγιής αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στην εξουσία και την κοινωνία, γιατί απ’ αυτήν πολλά τα καλά όπως αντίθετα και πολλά τα κακά <ερρύει και ρέει>.

Η φύση είναι ο μεγάλος δάσκαλος.
Τα ταξιδιάρικα πουλιά συνάζονται κάθε φθινόπωρο στα κεραμίδια και στους κουμπέδες προσμένοντας να τα σηκώσει ο γερανός. Τα πουλιά δεν τα γελάει ο γερανός. Παίρνει στα νύχια του μια πέτρα για να μην τον ξεστρατίζει ο άνεμος και τα πάει εκεί που ο ήλιος ψήνει ψωμί. Τους ανθρώπους τους ξεπλανούν οι αρχηγοί τους. Πότε τους μαυλίζουν με τα ψέματα και πότε τους σαλαγούν με τη ματσούκα.

Κινούμενος πάνω στον άξονα μιας ολιστικής αντίληψης ο ποιητής Ιακωβίδης οραματίζεται μια κοινή πορεία όλων των ανθρώπων(ουτοπικό αλλά το τολμά)μέσα
σε πνεύμα καταλλαγής, αρμονικής συνύπαρξης, ειρήνης για την πραγμάτωση του κοινού στόχου, μιας ποιοτικής ζωής. Γράφει:

«Όχι ο ένας πάνω κι ο άλλος κάτω
Ψηλά ο ένας χαμηλά ο άλλος
Πλάι-πλάι
Στην ίδια πορεία
Να φτιάξουμε τον άνθρωπο
Τη ζωή
Όλοι μαζί».

Η ευαίσθητη ποιητική ιδιοσυγκρασία αποτυπωμένη μέσα στις 14 συλλογές του. Η αγάπη για την πατρίδα, το ποιητικό του ύφος, ο λυρισμός εκφρασμένος με μια καινούργια ποιητική γραφή, η φιλοσοφική ενατένιση της ζωής και του ανθρώπου γενικά, η ωραία εικονοπλασία, είναι τα χαρακτηριστικά των ποιημάτων του.

Τις όποιες προσλήψεις είχε στη ζωή του, από τους πρώιμους νεανικούς πόθους, τις φουσκοδεντριές, τις σπουδές του αργότερα, ως πνευματικός άνθρωπος και ενεργός πολίτης του τόπου, μέσα από το χωνευτήρι του είναι του τις διοχετεύει έντεχνα στο ποιητικό του έργο. Πότε με συμβολικό τρόπο, πότε με καθαρή σαφήνεια, εξομολογητικά κάνει τις προβολές σε πολλά πεδία, συγκίνησης, αισιοδοξίας, απαισιοδοξίας, οργής, αποκλειστικά σε θέματα κοινωνίας σε όλες τις εκφάνσεις της. Γράφει:

«Ήταν σχεδόν παιδί όταν έφυγε για αλλού
Πέρασαν τόσα χρόνια από τότε-κύρτωσε
Το κορμί, άσπρισαν τα λιγοστά μαλλιά
Και το χωριό του πήγε ξανά να δει>>
…………………………………………………
«Σκιρτήματα της καρδιάς, χαρές και λύπες
Το ποτάμι κυλάει πάντα, ενώ στη λεύκα πλάι
(Μεγάλη τώρα πια)σιγοψιθύριζαν με τον αγέρα
Τα κίτρινα του φθινόπωρου φύλλα
Λες και του στέλναν μηνύματα, λες και τον αποχαιρετάνε
Σαν τις τελευταίες του ελπίδες, τα χαμένα του όνειρα».

Και ένα γεμάτο συναίσθημα.
«Το ξέρω πως θα πεθάνεις σε λίγο
Του κήπου μου γριά τριανταφυλιά
Όμως θα σου ποτίζω ακόμα τις ρίζες
Με το νερό της φροντίδας
Τα φιλιά της αγάπης μου».

Ανθρωπιά, ό,τι ευγενικό και ωραίο στην ανθρώπινη διαδρομή, αναζητώντας το τέλειο όπως γράφει σε ποίημα του:

«Όμως κόπο και μόχθο δε θα φεισθώ
Ουδέ χρόνο
Θα πάω αλλού, στου Κουρίου το άλσος θαρρώ
(Κάποια βιβλία μ’ ορμήνεψαν)
Πλάι στον Απόλλωνα Υλάτη
Εκεί σίγουρα το τέλειο έργο θε να βρω».

Το νόημα της εντροπίας αναδεικνύει μέσα από τους στίχους του. Έχοντας έντονο το στοιχείο της φιλοπατρίας, συγκλονίζεται από τις διαβρωτικές αδυναμίες της φυλής. Ακουμπώντας τα κράσπεδα της αρχαίας θρησκείας, αποτυπώνει μέσα από τους στίχους του αυτό που βγαίνει μέσα από τη μελέτη της ιστορίας μας αλλά και ό,τι από τη ζωή παραμένει υποσυνείδητα στην ψυχή του κόσμου και μπορεί να κατευθύνει συναισθήματα και αντιλήψεις. Ακόμα και οι Θεοί – ο Απόλλωνας εν προκειμένω – δημιουργήματα των ανθρωπίνων παθών κανονίζουν τη συμπεριφορά τους ανάλογα με πολλές συγκυρίες. Γράφει:

«Ποιος θα το’ λεγε
Ποιος θα το’ λεγε όμως πως ο Απόλλωνας
Τα χρόνια των Ρωμαίων θα δεχόταν
Το νησί του σκλαβοπάζαρο να γίνει;
Κι όμως ο Απόλλωνας δε θύμωσε
Ούτε καν γνιάστηκε
Γι’ αυτή του νησιού του την κατάντια».

Πρόθεση της ποίησης είναι να ενώσει τον ποιητή με τον αναγνώστη-ακροατή, αλλά η επαφή είναι προβληματική μέσα σ’ ένα κόσμο όπου λείπει η απαιτούμενη ευαισθησία και το ενδιαφέρον για την ποίηση Η απόφαση του ποιητή να συνεχίσει το έργο του ανεξάρτητα από την ανταπόκριση είναι τραγικά οδυνηρή, αφού οι φωνές των ποιητών <ζητάνε ν’ ακουστούν>. Γράφει:

«Γράφω ποίηση σημαίνει δημιουργώ, φτιάχνω κάτι για να ζήσει, μην πεθάνει-να συνεχίσει η ζωή. Κι οι ποιητές γράφουν ποίηση για να μην πεθάνουν.
Γράφοντας ποίηση σήμερα νομίζεις πως ζεις
Είναι όμως κι ένας άλλος τρόπος να πεθάνεις
Με την ποίηση ζεις και πεθαίνεις κάθε στιγμή».

«H ποίηση μας χωρίζει πρώτα από τους ανθρώπους
Αλλ’ έπειτα μας ενώνει μια για πάντα μαζί τους».

Με δέος αντιμετωπίζει ο ποιητής το πέρασμα του χρόνου, του υπαρξιακού που ακατάσχετος φεύγει και που χάνεται, όταν δεν τον γεμίζει τίποτε που έχει θετική σημασία και αξία για τον ποιητή και που <λεηλατείται> από βιωματικές αντιξοότητες.

Γράφει:

«Οι καθημερινές ανάγκες κ’ οι άλλες φροντίδες
Λεηλατούν τον χρόνο μου και με εξουθενώνουν»
Σε άλλους στίχους:
«Οι μέρες μας κυλούν και θρυμματίζονται
Οι ώρες μας άπειρες στιγμές χαμένες».
Σε άλλο ποίημα:
«Αργήσαμε, σίγουρα ο χρόνος
Δε θα μας περιμένει ράθυμος
Σε κάποια στάση λεωφορείου».

Ο ποιητής αναφερόμενος σε ευχάριστες εμπειρίες με ιδιαίτερο βίωμα επιθυμεί τη χρονική παράταση. Γράφει λοιπόν:

«Είδα τη δάκρυνη χαρά στα μάτια της
Ω! Να μην τέλειωνε ποτέ
Ήταν τόσο ωραία η στιγμή».

Κίνητρο για την ποίηση είναι οι συγκινήσεις του παρελθόντος που σώζει η μνήμη.

«Τριγυρνώ σε τοπία της μνήμης για να τραγουδήσω
όσα μου μίλησαν στην ψυχή-γι’ αυτό και μόνο»
«Μάζευε θύμησες
Να’ χεις ν’ ανιστορείς
Τις μέρες που θα ‘ρθουν».

Είναι όμως και μνήμες που ο ποιητής δε θα ‘θελε να τον ακολουθούν. Ίσως να σχετίζονται με γεγονότα οδυνηρά γι’ αυτόν.

«Να καταχωνιάσεις τον βρόχο του παρελθόντος
Να σωθείς απ’ το ανελέητο μαστίγωμα της μνήμης».
«Ασήκωτη η πέτρα της μνήμης
Βαριές οι μέρες από θλίψεις
Τα χέρια ξέχειλα από τέφρα
Όλων όσων αγάπησα».
«Πώς ,πού, πότε φύγαν αμίλητοι κρυφά
Τόσοι φίλοι πρόσωπα αγαπημένα».

Ένα ωραίο ποίημα που διαπνέεται από ανθρωπισμό στον δημιουργικό αγώνα κατά του πετροκαταλύτη χρόνου, μας λέγει:

«Άνθρωποι εκλεκτοί πέθαναν γύρω μου
Γίναν στάχτη καπνός, με τον χρωστήρα μου
Πασκίζω κάποτε να τους αναστήσω.
Με χαρτί και μολύβι τραγουδώ
Με σμίλη και ιδρώτα πελεκώ
Σε πέτρα και ξύλο μην πεθάνει
Η ανεπανάληπτη μορφή τους».

Ο ποιητής Μίμης Ιακωβίδης έχει πολύκλωνη σκέψη εκφράζεται με απλότητα για τα κακώς κείμενα της καθημερινότητας, για την αθλιότητα του σύγχρονου πολιτισμού, για το πνευματικό κατρακύλισμα, την εμπορευματοποίηση, την εκπόρνευση της τέχνης και τον μηδενισμό της αξιοπρέπειας της κοινωνίας. Οι στίχοι του πηγάζουν από τα έγκατα της ευγενικής ψυχής του και κυλούν πότε σαν κρυστάλλινο ρυάκι, πότε σαν ορμητικό ποτάμι. Πασχίζουν να αρδεύσουν τα διψασμένα ονείρατα του, τις σκέψεις, τους συλλογισμούς του χωρίς να προδίδουν τον λυρισμό. Οι χαρές, οι λύπες, τα μικρά και μεγάλα γεγονότα, οι μανάδες τα χαμένα παλικάρια, όλα της ζωής τα φωτεινά σύμβολα, έχουν περάσει από τις χορδές της ποίησης του.

Ο έρωτας το κινούν αίτιο που προκαλεί τις ενώσεις των κοσμικών στοιχείων. Κατά την Ησιόδεια Κοσμογονία, αποτελεί ένα από τα τρία πρωταρχικά στοιχεία της Δημιουργίας.
Και κατά τους Ορφικούς καμιά δημιουργική τάση δεν είναι δυνατόν να υπάρξει χωρίς την ερωτική έμπνευση. Συχνά συναντούμε υπέροχους ερωτικούς στίχους του, όπως:

«Με το να σκεύτομαι μόνο εσένα
Ξέχασα όλα τ’ άλλα
Απόμειναν τα μάτια σου
Και το χαμόγελό σου
Ζωντανή μια θύμηση
Μνήμη που κράτησες για πάντα
Ένα κρύσταλλο δάκρυ».

Τα ποιήματα του βρίσκουν την τέλεια απήχηση στην καρδιά μας γιατί μας μιλάνε για τον ακοίμητο εσωτερικό αγώνα, για τον άνθρωπο και την ευγενική σπονδή αίματος που κάνει αγόγγυστα για ν’ ανεβαίνει τη σκάλα των υψηλών έργων και στοχασμών. Μας λέει ένα μεγάλο ναι στη ζωή και στο πνεύμα. Κι αν έσχατος σκοπός ενός ποιητή είναι ν’ απογυμνώνει τον εαυτό του για να φανεί ο αληθινός πυρήνας του, σ’ αυτά τα ποιήματα το κατόρθωσε. Αφαίρεσε έναν-έναν τους πέπλους της ψυχής του για ν’ αντικρίσει τη λαμπρή γυμνότητα του, το κάλλος που πάντα όδευε προς αυτό.Ένα ποίημα του έχει τίτλο <Ο ΠΟΙΗΤΗΣ>. Γράφει:

«Ο ποιητής τραγούδησε όσα του είχαν μιλήσει
Στην ψυχή με λόγια απλά χωρίς φτιασίδια. Τα χρόνια
Πέρασαν και ήταν πολλά, δεν είχε τίποτε άλλο
Να πει και πήρε το δρόμο τα’ αντικρυνού πάρκου. Μ’ αργά
Αλλά σίγουρα βήματα άρχισε ν’ ανεβαίνει
Σκαλί σκαλί τ’ ατέλειωτα ψηλά σκαλοπάτια ώσπου
Εξαντλημένος χάθηκε με τ’ αστέρια στον ουρανό».

Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτό το ποιητικό είκασμα, ας έχουμε σε ψηλό βάθρο τον ποιητή Μίμη Ιακωβίδη, γιατί η ζωή του ήταν μια προσφορά στην πατρίδα και την ποίηση. Σε μια από τις συλλογές κλείνει με τον εξής επίλογο:

«Καταθέτουμε σήμερα λίγους στίχους
λουλούδια μικρή προσφορά των ποιητών
στα χρόνια που έρχονται με την ευχή
για ένα καλύτερο κόσμο».

Έτσι εξεμέτρησε τον βίο του. Άς είναι, λοιπόν, αυτά τα λόγια μια μικρή χούφτα χώμα, που το ζεστάναμε στα χέρια μας και το εναποθέτουμε με αγάπη και ευλάβεια στη μνήμη του αείμνηστου Μίμη Ιακωβίδη.

Σας ευχαριστώ.
* [Ο κ. ΣΤΑΥΡΟΣ Χ. ΣΤΑΥΡΟΥ είναι Συγγραφέας – Λογοτέχνης, Ειδικός Γραμματέας του Φ. Σ. Παρνασσός και Τακτικό Μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού: Βασίλης Μιχαηλίδης].

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *